Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΤΖΟΝ Φ. ΝΤΟΝΟΒΑΝ (2019)
(THE DEATH AND LIFE OF JOHN F. DONOVAN)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ξαβιέ Ντολάν
- ΚΑΣΤ: Νάταλι Πόρτμαν, Τζέικομπ Τρεμπλέι, Κιτ Χάρινγκτον, Σούζαν Σαράντον, Τάντι Νιούτον, Κάθι Μπέιτς, Μπεν Σνέτσερ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 123'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ
Η αλληλογραφία ενός διάσημου ηθοποιού με ένα μικρό αγόρι γίνεται φύλλο και φτερό από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και καταστρέφει την καριέρα του.
Το έχουμε καταλάβει, εμπεδώσει, μας έχει βγει από τη μύτη. Ο Ξαβιέ Ντολάν έχει πρόβλημα με τη μάνα του. Από το «Σκότωσα τη Μητέρα μου» μέχρι το πιο πρόσφατο κατόρθωμά του, τη «Ζωή του Τζον Φ. Ντόνοβαν», αυταρχικές, αλκοολικές, πιεστικές και ανάποδες μητέρες καταδυναστεύουν τα ευαίσθητα τέκνα τους. Σε αυτήν εδώ την ταινία έχουμε τη «χαρά» να παρακολουθούμε όχι μία, αλλά δύο τέτοιες μανάδες, και μάλιστα με την επιπλέον «απόλαυση» να τις παίζουν η αιωνίως ξινή Νάταλι Πόρτμαν (που δίνει πάντα την εντύπωση ότι πιστεύει πως είναι πολύ καλύτερη από όλους τους υπόλοιπους) και η Σούζαν Σαράντον (που δεν τη νοιάζει πια τίποτα και παίζει όπως γουστάρει, δηλαδή με υπερβολή).
H «Ζωή του Τζον Φ. Ντόνοβαν» δεν διαφέρει από τις άλλες ταινίες του Ντολάν, που χαρακτηρίζονται από αυτοβιογραφική και αυτοαναφορική εμμονή. Η ιστορία παρακολουθεί την αλληλογραφία ενός διάσημου ηθοποιού με ένα αγόρι ενώ αυτός προσπαθεί να καλύψει την ομοφυλοφιλία του, τις παράλληλες ιστορίες καταπίεσης από τις μανάδες και των δύο, και το πώς ο πιτσιρικάς μεγαλώνοντας (όχι πολύ, στα 21 του) μιλάει αναλυτικά σε μια δημοσιογράφο γι’ αυτή τη σχέση. Το πόσο αυτοαναφορικό είναι (για ακόμη μια φορά) το σενάριο το απέδειξε ο ίδιος ο Ντολάν στην πρεμιέρα της ταινίας στο Φεστιβάλ του Τορόντο το 2018, διαβάζοντας μία επιστολή που είχε γράψει στον Λεονάρντο ΝτιΚάπριο όταν ήταν οκτώ ετών. Πραγματικά, ο Ντολάν πρέπει να έχει πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του και επίσης να νομίζει ότι η ζωή του είναι το απαύγασμα του ενδιαφέροντος για τους άλλους. Έλα, όμως, που δεν είναι.
Όταν μας προέκυψε ως νέο αστέρι της σκηνοθεσίας, ο Ντολάν «μάγεψε» ένα μέρος της κριτικής που ήταν έτσι κι αλλιώς έτοιμο να προσκυνήσει την camp αισθητική και τα θλιμμένα ονειροδράματά του. Πέρα, όμως, από τη φαντεζί εικόνα και τα μελαγχολικά τραγούδια, ουσιαστικά οι ταινίες του είναι κενές, φούσκες. Και αυτό αποδεικνύεται όλο και περισσότερο. Εδώ, που κάνει το αγγλόφωνο ντεμπούτο του, με ένα σενάριο που χρησιμοποιεί γλώσσα σχεδόν αδόκιμη και καθόλου οργανική, οι δημιουργικές αδυναμίες γίνονται πιο εμφανείς. Όπως και η αδυναμία του Ντολάν να μαζέψει και να οργανώσει το υλικό του. Ώρες και ώρες σκηνών πετάχτηκαν σε μια τερατωδώς μακρά διαδικασία μοντάζ, ενώ ένας ολόκληρος χαρακτήρας, αυτός της Τζέσικα Τσάστεϊν (δεν θα τη βρεις στα credits), εξαφανίστηκε από το τελικό αποτέλεσμα!
Θα μπορούσε ο Ντολάν να κάνει μια ταινία για το τι σημαίνει να είσαι gay στο σύστημα της βιομηχανίας του θεάματος, αν και αυτό έχει αλλάξει πολύ τα τελευταία χρόνια. Δεν κάνει ούτε αυτό, φυσικά. Αυτοπεριορίζεται στον δικό του, πολύ στενό μικρόκοσμο, που ουσιαστικά δεν έχει καμία σχέση με την απλή λογική. Πώς ένα εξάχρονο παιδάκι αλληλογραφεί με έναν star του θεάματος, είναι ας πούμε μια λεπτομέρεια που δεν πρόκειται να βρει απάντηση. Η γενική ασάφεια του εγχειρήματος περνά και στους ηθοποιούς, που είτε δεν ξέρουν τι να κάνουν και πώς να παίξουν τους ρόλους τους, είτε παίζουν όπως ξέρουν και μπορούν (βλέπε μανάδες πιο πάνω).