ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΑΛΟΓΟ (2014)
(ΤΗΕ DARK HORSE)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζέιμς Νέιπιερ Ρόμπινσον
- ΚΑΣΤ: Κλιφ Κέρτις, Τζέιμς Ρόλστον, Γουέιν Χάπι, Κερκ Τόρανς
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 124'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟΣ
Άλλοτε πρωταθλητής (και πάντα μανιακός) τού ραπίντ, χρόνια διπολικός και ξαποσταλμένος απ’ το ψυχιατρείο στον απρόθυμο μεγαλύτερο αδελφό του, υπαρχηγό συμμορίας με λημέρι το σπίτι του, ένας 45άρης αυτόχθων της νεοζηλανδικής επαρχίας αγωνίζεται ξανά. Κόντρα στις κρίσεις του. Κόντρα στην επικείμενη μύηση του 15χρονου ανιψιού του στην παρανομία. Κόντρα στις κάθε λογής ελλείψεις μιας λέσχης σκακιού για παιδιά προβληματικών οικογενειών της «φυλής». Στρατηγός τους με έξι βδομάδες στη διάθεσή του προ πανεθνικού τουρνουά, θα τα καταφέρει;
Το 1994 το «Ήταν Κάποτε Πολεμιστές» του λευκού Λι Ταμαχόρι έβγαλε με πάταγο από το ghetto τού world cinema το σινεμά, και μαζί την κουλτούρα και τη σύγχρονη πραγματικότητα, των Μαορί. Το 2002 «Το Σημάδι της Φάλαινας» της ομόχρωμής του Νίκι Κάρο το έβαλε με τσαμπουκά στα σαλόνια των Όσκαρ. Είναι σίγουρα ματ όταν ξανά ένας ασπρουλιάρης Kiwi τολμάει να ανοίξει θεματολογικά και στιλιστικά παρτίδες και με τoυς δύο αυτούς αδιαφιλονίκητα επιβλητικούς 35mm προγόνους του, να τετραγωνίσει φιξιοναλιστικά μια πραγματική ιστορία, να παίξει σιμουλτανέ με 3 συχνά βρώμικους ειδολογικούς αντιπάλους (τον ανδριάντα εξιλεωτικού παλέματος «ακούω φωνές» ασθενείας ταλεντάρας – στράφι, το εμψυχωτικά ψυχωμένο αθλητικό χρονικό επιβράβευσης απ’ τ’ αλώνια στα σαλόνια outsiders, και το εγκληματικού τέλους της αθωότητας εφηβικό πορτρέτο αμφιρρέπειας μεταξύ Άγιου Σώστη και σκάρτου πατέρα αφέντη) και, παρότι χάνει πιόνια στην πορεία, να στέψει το φιλμ του νικητή.
Διδαγμένος τακτική από το αληθινό ήσσον success story τού Τζένεσις Πότινι και των ανήλικων προστατευόμενων Eastern Knights του (που μνημείωσε πρώτος σ’ ένα ντοκιμαντέρ ο συμπαραγωγός εδώ Τζιμ Μάρμπρουκ), ο Νέιπιερ Ρόμπινσον βάζει δάχτυλα αρχικά φαινομενικώς συντηρητικά ως σεναριογράφος πάνω στο διάγραμμα: ένας χαρισματικός «τρελός» που θα δοκιμαστεί επανειλημμένα, το δίκαιο του αίματος που πρέπει να βρει κόντρα από το καλό, μια τάξη – βάλσαμο αλλά και προς ίαση η ίδια. Το κάνει όμως, όπως γίνεται σύντομα αντιληπτό, καταρχήν αν μη τι άλλο διαλογικά επιδέξια, παίζοντας εναλλάξ με τα μαύρα της μυθολογίας (των δοξασιών και της – ιεραρχικής, η μία από τις γωνίες στην οποία στριμώχνονται τόσο ο ήρωας όσο και ο γιος τού αδερφού του – παράδοσης) των ιστορικοκοινωνικά τραγικά ηττημένων ιθαγενών της πατρίδας του και με τα λευκά της μυθολογίας (των κανονισμών και των σχεδόν άπειρων δυνατοτήτων τακτικής) τού ευγενέστερου των επιτραπέζιων.
Για κάθε ένα «Όλοι μαζί! Έτσι ο Μάουι έπλασε τον Ήλιο», υπάρχει ένα «Οι πύργοι πρέπει να μένουν ενωμένοι» – και γρήγορα η σκέψη του Ωκεάνα player τα συνθέτει συμβολικά ιδανικά («Η σκακιέρα είναι η γη μας και την προστατεύουμε»). Και αυτό το «Ο Βασιλιάς μπορεί να προχωρήσει μόνο μια θέση γιατί κουβαλάει τα βάρη όλων των άλλων» σχεδόν αναλύει με τη σειρά του και τη μέθοδο του στόρι. Πεσσοί του θα γίνουν, όχι πρωτότυπα αλλά συνήθως καλά υπολογισμένα, πλάι στην αλληλοεπουλωτική θετική ενέργεια των επεισοδίων προπόνησης των junior στο φερ’ ειπείν P-Κ4, επίσης: η αστεγία ως καταφύγιο κι ο στιγματισμός του «σχιζοφρενούς» απ’ τους αδαείς υγιείς, το bullying της αντρίλας ως κρυψώνα του φόβου και των τραυμάτων μέσα – έξω τού όποιου δράστη, το περιθώριο όπου ένας πατέρας (και μαζί του ένα μεγάλο ποσοστό των μελαψότερων νοματαίων της χώρας των Χόμπιτ) θέλει τη βιολογική συνέχειά του γιατί εκεί βλέπει την επιβίωση κι εκεί διαθέτει εξουσία.
Το σαχ εις βάρος του ανοίγματος της μυθοπλασίας καραδοκεί. Στο γκαμπί των «δυσλειτουργικών» υποβάθρων των πλείστων λιλιπούτειων χαρακτήρων. Στην κίνηση αναμονής στην πλοκή τού πυρομανούς αστεριού τού team πριν απ’ το πλευρικό του άνοιγμα στη συναρπαστική κορύφωση του θεάματος νικηφόρων ή μη πατ στο πρωτάθλημα στη μεγαλούπολη. Κυρίως, στο μεγαλύτερο handicap των βιογραφιών με κλου νοητικών διαταραχών: τα… επεισόδια replay, pause κτλ. μυαλού, όπου ο κορυφαίος ρολίστας της χώρας, Κλιφ Κέρτις, βαρύτερος κατά 27 κιλά, σημειώνει αξιοσημείωτες επιδόσεις στη σπουδή και με ανθρωπιά μίμηση της λαλά συμπτωματολογίας αλλά χάνει επόψεις – ίππους της, όπως η υποσημειωμένη ληθαργικότητα.
Εκεί είναι που τους πολύτιμους βαθμούς ΕΛΟ δίνει το φιανκέτο όλης της υπόλοιπης διανομής (αξέχαστο το τρεμάμενο κάτω χείλος του πρωτοεμφανιζόμενου ερασιτέχνη Γουέιν Χάπι ως macho dad στη φοβερή man to man σκηνή με τον «βαρεμένο» bro του) και η εικαστική ομάδα, με τις συνήθως οπίσθιου φωτισμού και «μαλακού» ρεαλισμού λήψεις κάμερας στο χέρι του Ντένσον Μπέκερ (το έκανε και στο αλλιώς αναπηρικό, εκπληκτικό αυστραλέζικο «Το Μαύρο Μπαλόνι») να χρονομετρούνται ιδανικά στο κάρφωμα του μοντάζ, το design της Κιμ Σινκλέρ (του «Avatar») αξιωματικό τού μικροκόσμου εργατιάς ή gang τρώγλης κωμόπολης, και το κλαβιέ τής Ντέινα Λαντ να ανεβοκατεβάζει ατμοσφαιρικά το ποτενσιόμετρο στα ηχοτοπία εντός ή εκτός της τρικυμίας τού μυαλού του Τζένεσις, με μικρό ροκέ το «Baby Workout» του Τζάκι Γουίλσον.
Θα στεφθούν πρωταθλήτριες η πατριαρχία κι η βία like father like son ή θα πιάσει τόπο εκείνο το εμπνευστικό «Δεν είσαι αυτό που σε κάνουν να νομίζεις ότι είσαι»; Θα σαρώσει με ευγενή άμιλλα τους πιο λευκούς κι απ’ τον Μπόμπι Φίσερ συνομηλίκους τους η πολεμική αρετή των φτωχών λιλιπούτειων «μαύρων»; Θα χαθεί κάπου ανάμεσα στο λίθιο και τα παραληρήματά του ο κούκου Κασπάροφ; Για να μάθεις, play that game κι εσύ. Γκραν μαιτρ μπορεί να μην είναι ακόμα ο auteur, αλλά ο νέος champ της μεγάλης οθόνης του νησιού του είναι σίγουρα. Whakaaria Mai!