ΤΟ ΚΑΛΕΣΜΑ (2013)
(THE CONJURING)
- ΕΙΔΟΣ: Τρόμου
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζέιμς Γουάν
- ΚΑΣΤ: Πάτρικ Γουίλσον, Βέρα Φαρμίγκα, Λίλι Τέιλορ, Ρον Λίβινγκστον
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 112’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: VILLAGE FILMS
Θρησκευόμενο ζεύγος με πείρα στους εξορκισμούς, προσεγγίζεται από γυναίκα που μόλις μετακόμισε σε αγροικία με την οικογένειά της και ανησυχεί για μεταφυσικά φαινόμενα που μπορεί να θέτουν σε κίνδυνο τις κόρες της. Είναι μια περίπτωση δαιμονισμού, στοιχειωμένου σπιτιού ή μονάχα η φαντασία της;
Στο σινεμά αυτού του είδους, πάντοτε πίστευα πως το «less is more» είναι πολύ πιο αποτελεσματικό εντός της σκοτεινής αίθουσας (εκτός κι αν μιλάμε για γκοριά, εκεί το πράμα αλλάζει και η ποσότητα – σε αίμα – μετράει αλλιώς…). Τον «κανόνα» αυτό, όμως, ο Τζέιμς Γουάν τον παραβαίνει απόλυτα με τούτο το αμερικανικό blockbuster τρόμου, που φαίνεται πως θέλει να μας συστήσει ένα καινούργιο franchise, ακριβώς όπως συνέβη και με τα «Saw» και «Insidious» (του ιδίου σκηνοθέτη), τόσο εκβιαστικό στη λειτουργία του, σε βαθμό να χρησιμοποιεί όλη την «τράπουλα» του genre σε τρικ για να πανικοβάλει τους θεατές και να αποσβέσει τις κραυγές τους σε δολάρια. Ναι, το κάνει. Αλλά με υλικά που θα έφταναν και για δύο sequels!
Η σκηνή τού προλόγου αιτιολογείται, αρχικά, για να μας επιτρέψει να καταλάβουμε το ρόλο του ζεύγους Γουόρεν (ο Γουίλσον με την τυπική, μονοκόμματη έκφραση στο πρόσωπό του και η Φαρμίγκα που κατορθώνει και δίνει ένα κάποιο κύρος σε ό,τι κι αν της δώσουν να παίξει), κάτι σαν «ντετέκτιβ» του μεταφυσικού, που στα δύσκολα – και με την άδεια της εκκλησίας – το ρίχνουν στους εξορκισμούς. Χωρίς να θέλω να προχωρήσω σε spoilers, αυτή η υποπλοκή της ιστορίας με την κούκλα θα επανεμφανιστεί και, σταδιακά, θα αναμειχθεί με το υπόλοιπο σενάριο, τονίζοντας έτσι τα προβλήματα του τελευταίου, το οποίο φορτώνεται με ένα κάρο στερεότυπα, «δάνεια» και αναφορές σε κλασικές επιτυχίες του παρελθόντος, από το «Πνεύμα του Κακού» μέχρι και τον «Εξορκισμό της Έμιλυ Ρόουζ». Το ότι με την κούκλα ο Γουάν γίνεται και αυτοαναφορικός (βλέπε το σχετικά αποτυχημένο του «Dead Silence» από το 2007), καταντά κανονική τρικλοποδιά…
Φυσικά, για τον μέσο, απαίδευτο θεατή, η ταινία κάνει τη δουλειά της, έχοντας εξασφαλίσει κάθε τύπο τρομάρας, που ο Γουάν παίζει στα δάχτυλα, μέσα σ’ ένα φόντο σεβεντίλας (θα ήθελα να ήμουν ο «Εξορκιστής»…) και με τόνους όσο πιο ρεαλιστικά (γνωρίζουμε από την αρχή πως η ταινία βασίζεται – άγνωστο έως πού – σε αληθινή ιστορία) σοβαρούς γίνεται. Υπό αυτό το βάρος, όμως, με παντελή έλλειψη του χιούμορ, με ένα σενάριο τόσο φορτωμένο από ίντριγκες διαφορετικών ταινιών του είδους και τους χαρακτήρες (ειδικά τα μέλη της οικογένειας Περόν) να στέκονται έρμαια του κάθε επόμενου δαιμονικού χτυπήματος, συνειδητοποιείς τα προβλήματα μιας συνταγής που μπορεί να δείχνει ικανή να σε παρασύρει ως γεύση, όμως, κάθεται βαριά στο στομάχι και δε λέει να τελειώσει ως χώνεψη.
Το πράγμα φωνάζει ότι θα έχει sequel, οπότε και ελπίζουμε να διορθωθούν οι ατέλειες αυτής της ταινίας, που θα μπορούσε κάλλιστα να «γεννήσει» και μια θαυμάσια τηλεοπτική σειρά βασισμένη σε – αληθινές ή φανταστικές – υποθέσεις των Γουόρεν. Ρομαντικά αγαθές σκέψεις.