THE BRUTALIST (2024)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μπρέιντι Κόρμπετ
- ΚΑΣΤ: Έιντριαν Μπρόντι, Γκάι Πιρς, Φελίσιτι Τζόουνς, Τζο Άλγουιν, Ράφεϊ Κάσιντι, Στέισι Μάρτιν, Ισαάκ Ντε Μπανκολέ, Αλεσάντρο Νιβόλα, Μάικλ Επ, Αριάν Λαμπέντ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 214'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER
Στα 1947, ένας ουγγρικής καταγωγής μοντερνιστής αρχιτέκτονας της σχολής Bauhaus μεταναστεύει στις ΗΠΑ, αναζητώντας ένα καλύτερο αύριο για εκείνον και τη σύζυγό του που αγωνίζεται ακόμη να βρει τρόπο διαφυγής από την Αυστρία. Ένας μεγιστάνας βιομήχανος θα γίνει ο πάτρονάς του και θα του αναθέσει τη δημιουργία ενός μνημειώδους κτηρίου.
Προσοχή στο «κενό» ανάμεσα στο μεγαλομανές όραμα και το motto… «το μέγεθος μετράει». Ο Μπρέιντι Κόρμπετ έχει μία παράξενη αντίληψη του τελευταίου, θεωρώντας πως η ανοικονόμητη φιλμική διάρκεια προσθέτει ένα κάποιο status μεγαλειώδους μεγέθους σ’ ένα έργο, το οποίο φαντάζει τεράστιο σαν «οικοδόμημα» (πόσω μάλλον μετά τις δέκα οσκαρικές υποψηφιότητές του!), μα στα σχέδια (του πρωτότυπου σεναρίου του) περισσότερο την εντύπωση απουσίας… θεμελίων δείχνει.
Θέλοντας να μοιάσει σε μεγάλες, επικές παραγωγές της δεκαετίας του ’60, ο Κόρμπετ ανοίγει την ταινία του με μια Overture, λες κι ανοίγει την αυλαία για ένα έργο διαστάσεων που σήμερα σπάνια συναντάμε στη μεγάλη οθόνη. Το «παλιοκαιρίσιο» στις προθέσεις (ή και τις διαστάσεις πρότυπων σύγκρισης) δηλώνεται ακόμη κι από την εμφάνιση του VistaVision format, καθώς ο ήρωας καταφθάνει στη νήσο Έλις της Νέας Υόρκης, δίπλα σ’ ένα «αναποδογυρισμένο» (σε γωνία λήψης) Άγαλμα της Ελευθερίας. Την «πύλη εισόδου» των μεταναστών οι οποίοι φυγαδεύονταν ή επεδίωκαν να ζήσουν το αποκαλούμενο «αμερικανικό όνειρο». Αναμένουμε, λοιπόν, να δούμε ένα είδος «τοιχογραφίας» εποχής, ενδεχομένως με κριτική στάση απέναντι σ’ αυτόν τον «νέο» τόπο ευημερίας, καθώς η πληροφορία ότι μιλάμε για Εβραίους που επέζησαν των κακουχιών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου δεν εστιάζεται πρωταγωνιστικά (σίγουρα όχι ακόμη).
Το «The Brutalist» αποτελείται από δύο αφηγηματικά Parts (που τέμνονται από ένα σχεδόν δεκαπεντάλεπτο Intermission, συνοδεία της έξοχης μουσικής του Ντάνιελ Μπλούμπεργκ) κι έναν Epilogue, «κλειδώνοντας» την άνωθεν παρατήρησή μου περί επιρροών. Στο πρώτο, με τίτλο «The Enigma of Arrival», ο Λάζλο Τοθ βρίσκει καταφύγιο σε μια αποθηκούλα του καταστήματος επίπλων και εξαδέλφου του, Άτιλα, στη Φιλαδέλφεια. Μέσω αλληλογραφίας (και φιλμικού voice-over), διατηρεί πάντοτε την επαφή του με την Έρζεμπετ, την αγαπημένη του σύζυγο που ο πόλεμος κράτησε μακριά του για χρόνια κι αναζητά τρόπο να φτάσει στις ΗΠΑ για να τον βρει, συνοδεύοντας τη νεαρή κόρη της εκλιπούσας αδελφής του. Ένας πάμπλουτος βιομήχανος, ο Χάρισον Λι Βαν Μπιούρεν, θ’ ανακαλύψει το λαμπρό αρχιτεκτονικό παρελθόν του Λάζλο και θα του αναθέσει τη δημιουργία ενός κτηριακού συγκροτήματος αφιερωμένου στη μνήμη της μητέρας του. Στο δεύτερο, με τίτλο «The Hard Core of Beauty», η Έρζεμπετ και η Ζόφια φτάνουν στην καινούργια τους πατρίδα, για να βρουν τον Λάζλο να συγκρούεται διαρκώς με εργολάβους και οικονομικούς συμβούλους του πάτρονά του, δίχως ν’ αντιλαμβάνονται την εξάρτησή του στην ηρωίνη.
Η ιστορία του φιλμ μάλλον δεν δικαιολογεί την τεράστια διάρκειά του, όμως, αυτό δεν είναι το καίριο πρόβλημα του «The Brutalist». Η αίσθηση του ανολοκλήρωτου ή του ατελούς οφείλεται στην αδυναμία του Κόρμπετ να πλάσει ισχυρούς χαρακτήρες και όχι επιφανειακές φιγούρες απλοϊκών συμβολισμών. Η ταινία δίνει στον θεατή την εντύπωση πως σχεδιάστηκε μ’ έναν σχεδόν «αρχιτεκτονικό» (και σαφώς ψυχρό) τρόπο, για να μετατραπεί σε μία… «μακέτα», σπουδαία και μοντερνίζουσα στην όψη, μα κούφια στον τομέα της εσωτερικότητας! Το φιλμ βρίθει από ιδέες, πολλές από τις οποίες είναι θαυμαστές… σχεδόν μονάχα οπτικά. Ο Κόρμπετ ίσως είχε στο μυαλό του ένα χρονικό αμερικανικού έπους τύπου «Θα Χυθεί Αίμα» (2007), με αισθητικές αναφορές στο σινεμά του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι της περιόδου του ’70. Ακούγεται υπέροχο, και έως το τέλος του πρώτου μέρους σε αφήνει με μια βαρύνουσα προσμονή εξέλιξης που θα εκτιναχτεί στα ύψη στο δεύτερο μέρος, όμως, εκεί είναι που το σενάριο βαλτώνει άσχημα και το φιλμ παραπαίει σε στιγμές του χωροχρόνου που δεν έχουν τη δυναμική ν’ ακουμπήσουν τους ήρωες ή τους συμβολισμούς που αντιπροσωπεύουν.
Ο εθισμός του Λάζλο στα ναρκωτικά δεν παίζει κανέναν ρόλο δραματουργικά, η κατάσταση της υγείας της Έρζεμπετ και η σιωπηλή μορφή της Ζόφια δεν αρκούν για να ορίσουν μεταφορικά την τραγωδία της εμπόλεμης Ευρώπης και, πιο άχαρα απ’ όλα, η σεκάνς του βιασμού σχεδόν προκαλεί… γέλιο, υπό το σκεπτικό του εκδορέα καπιταλισμού! Η παθιασμένη αφοσίωση του Έιντριαν Μπρόντι στον πρώτο ρόλο, δίπλα στο εντυπωσιακό production design και το score, είναι τα μεγάλα ατού που προστατεύουν το «The Brutalist» από την κατάρρευση, πριν οδηγηθούμε στον επίλογο της «The First Architecture Biennale», στη Βενετία του 1980, όπου η (λεκτική) αποκάλυψη του οράματος του Λάζλο φανερώνει (επιτέλους) τον πιο ουσιαστικό συμβολισμό του έργου. Τι κρίμα που όλο αυτό παρέμεινε… στο κεφάλι του Κόρμπετ και ουχί στα αφηγηματικά θεμέλια τούτης της ταινίας. Που μακάρι να έφτανε τα επίπεδα του αριστουργηματικού «Χαλύβδινες Ψυχές» (1949) του Κινγκ Βίντορ, μιας απόλυτα παραγνωρισμένης μα τόσο σπουδαίας κινηματογραφικής μεταφοράς ενός bestseller της Άυν Ραντ, το οποίο κάνει το «The Brutalist» (ειδικά ως αποτέλεσμα γραφής) να μοιάζει με… ψευδοροφή γυψοσανίδας.