THE AVIATOR (2004)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματική Βιογραφία
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μάρτιν Σκορσέζε
- ΚΑΣΤ: Λεονάρντο ΝτιΚάπριο, Κέιτ Μπλάνσετ, Κέιτ Μπέκινσεϊλ, Τζον Σι Ράιλι, Άλεκ Μπόλντουιν, Άλαν Άλντα, Ίαν Χολμ, Ντάνι Χιούστον, Γκουέν Στεφάνι, Τζουντ Λο
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 170'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ
Μία… περιληπτική απόπειρα βιογραφίας του θρυλικού μεγιστάνα Χάουαρντ Χιούζ, από τη δεκαετία του 1920 μέχρι τα μέσα του 1940.
Κάθε ταινία και καημός… για ένα Όσκαρ. Έτσι έχει καταντήσει ο Μάρτιν Σκορσέζε. Είναι ακριβώς η ίδια περίπτωση με τις Κάννες και τον Θόδωρο Αγγελόπουλο! Μιλάμε για πείσμα. Κι επειδή αυτό του Μάρτιν παραείναι παιδιάστικο, φαίνεται στο μέγεθος των τελευταίων του ταινιών, σε συνδυασμό με θεματολογία που αγγίζει μύθους για την αμερικανική κουλτούρα. Μετά το σχετικό φιάσκο των «Συμμοριών της Νέας Υόρκης» (2002), καταπιάνεται μ’ ένα σύμβολο μεγαλοσύνης, παράνοιας και σχεδόν εξωπραγματικών διαστάσεων, το οποίο είχε το επιπλέον ατού να παίξει σε τόσα ταμπλό, από πολιτικές μηχανορραφίες μέχρι και χολιγουντιανές ίντριγκες και ρομάντζα. Ο μεγιστάνας Χάουαρντ Χιούζ, λοιπόν, είναι ο ήρωας του «The Aviator», ακόμη μιας «μεγάλης» ταινίας του Σκορσέζε (κρατά σχεδόν τρεις ώρες…) που επιχειρεί να ασκήσει συμβολικά κριτική σε αμέτρητους τομείς του σύγχρονου βίου, αλλά το μόνο που πετυχαίνει είναι ένας ορυμαγδός ο οποίος χρεώνεται ως «επιτυχία» αποκλειστικά και μόνο στο επίπεδο παραγωγής.
Από τη δεκαετία του ’20 μέχρι το ’40, παρακολουθούμε κάποιους «ουσιαστικούς» σταθμούς της ζωής του Χιούζ, αδίκως όμως αναμένουμε να εμβαθύνει κάπου στον άνθρωπο και η αφήγηση, της οποίας η αποσπασματικότητα και η φαντεζί αφέλεια καταδικάζει το φιλμ στο να μοιάζει με ένα τεράστιο trailer για κάτι που δεν πρόκειται να γνωρίσουμε ποτέ εξολοκλήρου: τον ήρωά της! Φανερά γερασμένος και στα «tricks» του, ο Σκορσέζε βασίζεται σε κάτι που (πια) ξέρει να κάνει πάρα πολύ καλά. Εκμεταλλεύεται τις επί μέρους δουλειές εκλεκτών συντελεστών και σταθερών συνεργατών του, για να βγάλει στην επιφάνεια κάτι ευπρεπές συνολικά. Στην προκειμένη, μέγας κερδισμένος είναι η καλλιτεχνική διεύθυνση και μερίδα του γιγάντιου καστ, που μοχθεί να βρει έδαφος για ν’ απογειώσει χαρακτήρα. Περισσότερο τα καταφέρνει η Κέιτ Μπλάνσετ, κοπιάροντας την Κάθριν Χέπμπορν μέσω ακρίβειας στο στιλ και την εκφορά λόγου, σε συνδυασμό με μία υποψία παρωδίας που ισορροπεί στην κόψη. Ύστερα, σαφώς ξεχωρίζει ο Λεονάρντο ΝτιΚάπριο, που βάζει τα δυνατά του να ξεπεράσει δύο αληθινά μεγάλους σκοπέλους: α) το ότι επιχειρεί να «σολάρει» χωρίς σεναριακή υποστήριξη και β) ακόμη τον καταδιώκει η κατάρα του babyface…
Στο φινάλε, το «Aviator» κουράζει τον θεατή, φανερώνοντας όλο και περισσότερο τη γοητεία μιας υπερπαραγωγής αλλά και το κενόδοξο του δημιουργού της. Μόλις στα τελευταία σαράντα λεπτά (βλέπε σεκάνς ακροάσεων) κάτι πάει να γίνει, μαζί με τη συνειδητοποίηση του Χιούζ, πως όσο μεγαλύτερες κι αν γίνονται οι πράξεις σου, όσο πιο υπερβολικά κι αν είναι τα οράματα που πραγματοποιείς, τόσο μεγαλύτερη μοιάζει να ‘ναι και η αίσθηση της συντριβής μπροστά στη γνώση πως για όλα υπάρχει ένα τέλος. Είμαστε θνητοί. Και αυτό δε μπορούμε να το ξεπεράσουμε. Κι ενώ ο Χιούζ το αντικρίζει αυτό το συναίσθημα στο φινάλε, ο Σκορσέζε αρνείται να δεχτεί πως την τέχνη του ποτέ δεν την ξεπέρασε μετά το 1990. Πόσο ακόμη θα του πάρει μέχρι να βρει τη γαλήνη μέσα από τις δόξες του παρελθόντος του;