FreeCinema

Follow us

ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΤΕΧΕΡΑΝΗΣ (2017)

(TEHRAN TABOO)

  • ΕΙΔΟΣ: Animation
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Αλί Σουζαντέ
  • ΚΑΣΤ: Αράς Μαραντί, Ζαχρά Αμίρ Εμπραχίμι, Ελμίρα Ραφιζαντέ
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 90'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: SEVEN FILMS

Μία με τσίπα (όπως τσεμπέρι, όχι την άλλη) παίρνει πίπα από ταξιτζή ενώ αυτός οδηγεί και ο μουγκός γιος της είναι στο πίσω κάθισμα. Ένα τύπος παρουσιάζει κάτι σαν Bajo Fondo Tango Club solo και πηδιέται με άγνωστη, αφού έχουν φάει «κουμπιά», σε αυτοσχέδιο κρύβε λόγια +Soda. Μια ετοιμόγεννη καταπίνει εφιάλτη σε γυναικολόγο – χασάπη. Ιράν, σήμερα. Κοινωνία ώρα μηδέν. Σε digi ακουαρέλα. Αυτά που ξέρατε να τα ξεχάσετε. Κι εσείς κι αυτοί κι η Μαρζάν Σατραπί.

Αυτά που ξέρατε να τα ξεχάσετε; Ναι. Ο μετριοπαθής πρόεδρος Ροχανί, πρωτεργάτης της κατόπιν διεθνών (βλ. ΗΠΑ) πιέσεων συμφωνίας αναστολής του πυρηνικού προγράμματος, επανεξελέγη προ 7μήνου και δρομολογεί οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Είναι η μεγαλύτερη μεσανατολική αγορά και η έσχατη από τις αναδυόμενες που ρίχνουν πόρτα στις ξένες επενδύσεις. Έχει πληθυσμό όσο και η Γερμανία. Το 60% των πολιτών δεν έχει συμπληρώσει τα 40. Το 70% των νέων παρακολουθεί την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Η ομογένειά του αριθμεί πάνω από 4 εκατομμύρια άτομα, ο συνολικός πλούτος των οποίων ξεπερνά τα κρατικά έσοδα από την εξαγωγή πετρελαίου από τότε που αυτή ξεκίνησε πολλές δεκαετίες πριν. Αυτά που ξέρατε να τα ξεχάσετε; Όχι. Μια γυναίκα χρειάζεται άνδρα για να μετακινηθεί με αυτοκίνητο, για να γράψει το παιδί της στο σχολείο, για να… πάρει διαζύγιο απ’ αυτόν. Ένας μουσικός χρειάζεται άδεια από το Ισλαμικό Επαναστατικό Δικαστήριο για να εκτελέσει δημόσια και να κυκλοφορήσει τις συνθέσεις του. Η χρήση ναρκωτικών τιμωρείται με απαγχονισμό, τα parties και η πορνεία απαγορεύονται δρακόντεια, η γάμου κοινωνία με μη αγνή κοπέλα είναι αδιανόητη – και την ίδια στιγμή το σε κοινή θέα εμπόριο ουσιών στους δεκάδες χιλιάδες τοξικομανείς, οι κατ’ οίκον ή σε επισκέψεις εκδιδόμενες, τα ξεσαλώματα σε rave speakeasies και οι παρθενορραφές κάνουν θραύση.

Αυτά που ξέρατε να τα ξεχάσετε; Όχι. «Ο Εμποράκος», το «Μια Αξιοπρεπής Οικογένεια», το «Ποιος Φοβάται τους Γάτους της Περσίας» του Μπαμάν Γκομπαντί, το εκπληκτικό «Κόκκινο Χρυσάφι» του Τζαφάρ Παναχί πριν απ’ όλα έχουν… ξεράσει κινηματογραφικά τις πομπές μιας θεοκρατικής κοινωνίας με συγκολλητικό υλικό, όπως κοπανιέμαι να γράφω για τα φιλμ που έρχονται απ’ εκεί, το ψέμα (προσέξτε πώς επιμένει στην άρθρωση της λέξης μία σκηνή), από τους πάντες αδιακρίτως προς τους πάντες. Αυτά που ξέρατε να τα ξεχάσετε; Ναι. Η πρώτη τέτοια μεγάλου μήκους που μιλάει τα φαρσί και χρησιμοποιεί το rotoscoping (την κινηματογράφηση ηθοποιών σε green screen και τη συνακόλουθη ένθεσή τους σε ψηφιακά τρισδιάστατα σχεδιασμένα περιβάλλοντα) και το shading (τον επιζωγραφισμό της ολοκληρίας του κάδρου, όπως το καταστατικό του είδους «Waking Life» του Ρίτσαρντ Λίνκλεϊτερ) είναι γεγονός – και, φυσικά, αυτό έλαβε χώρα εκτός των γεωγραφικών συνόρων και των ασφυκτικών πρέπει του Ιράν, στη Γερμανία, δεύτερη πατρίδα ενός απ’ τα τυχερά, ξεριζωμένα παιδιά του.

Αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο, του γενικευμένου φαρισαϊσμού ενός έθνους στο οποίο η θρησκεία ως μπαμπούλας της πολιτικής καταδυναστεύει μέσω γραπτών και άγραφων νόμων τον άνθρωπο και δη το ασθενές φύλο, οδηγώντας τον στη διπροσωπία, χτυπάει όπως και όσο ποτέ πριν στο ζωροαστρικό corpus τολμηρά, γενναία ο animator Αλί Σουζαντέ. Η απαγορευμένη, μυστική, βρώμικη («το σεξ είναι βρώμικο μόνο όταν γίνεται σωστά», που λέει κι ο Γούντι Άλεν, αλλά εδώ είναι λερό και ηθικά), κατά το διεφθαρμένο καθεστώς και τις πεποιθήσεις που έχει εμφυσήσει και στον κοσμάκη, σεξουαλική πλευρά των ηρώων του γίνεται, με φόντο το τράφικο μιας τσιμεντένιας ζούγκλας που θα μπορούσε να ανήκει στη Δύση αν το μπατσικό δεν μάζευε για τα περαιτέρω ζευγάρια που βολτάρουν χεράκι χεράκι, άγος και Ερινύα τους: το σπίτωμα από έναν παντρεμένο δικαστή μιας παντρεμένης με ζάκι ισοβίτη πόρνης που σέρνει «ανάπηρο», μια ξεπέτα σε τουαλέτες club κατόπιν κατανάλωσης Ecstasy που θα γίνει βραχνάς για τον άφραγκο σπουδαστή μουσικό και τη μελλόνυμφη με macho σουσουράδα, η τρίτη επερχόμενη εγκυμοσύνη τής παρά τη θέλησή της νοικοκυράς συζύγου ενός τραπεζικού που καταπιέζουν και γκιόσα πεθερά περισσότερο, διαβητικός πεθερός λιγότερο. Θα τους μπλέξει, θα κάνει κάποιους απ’ αυτούς partners in crime, ποιος και πώς θα πληρώσει τη νύφη, κυριολεκτικά και μεταφορικά, και ποιος θα ξεφύγει για κάπου όπου «είναι καλύτερα;» – «Καλύτερα ίσως όχι. Αλλά δεν κρεμάνε κόσμο χωρίς λόγο».

Κι αυτό το strange fruit θα το δούμε, ανησυχαστικά, καλλιτεχνικά αλλά φάτσα φόρα εδώ. Εντωμεταξύ, ο μελαψός herr και στο σενάριο, δασκαλεμένος απ’ τη σχολή Φαραντί, αφήνει να κυλήσουν χιονοστιβαδικά οι άκρες του κουβαριού τού στόρι που παίρνουν παραμάζωμα, μαζί με ένα καλύτερο αύριο γι’ αυτούς, τα ιδιωτικά βίτσια και τις δημόσιες αρετές του μικρού συρφετού του – με το leitmotiv της ερώτησης του φωτογράφου τον οποίο επισκέπτονται διαδοχικά για mini πορτρέτα απαιτητά για κάποια συναλλαγή τους απ’ το τέρας της (γραφειο)κρατικής μηχανής, αν θέλουν ανοιχτόχρωμο ή σκούρο φόντο, να συμβολοποιεί τέλεια τον εγκλεισμό τους: κανείς (μη εξαιρουμένου του λιλιπούτειου άλαλου τον οποίο η μπάλα παίρνει εξίσου, έστω υπό τις υποδείξεις ενός γονέα, προσέξτε τι κακό κάνει με ένα… προφυλακτικό σε εναλλακτική χρήση) δεν είναι άσπιλος, ακόμη κι αν είναι όλοι στο στόμα του Λεβιάθαν των πεπαλαιωμένων θεσμών που επιμένουν να ρυθμίζουν το άφευκτα μοντέρνο της ζωής σε μια μεγαλούπολη του 21ου αιώνα.

Ομοίως άμωμη σύλληψη ή εκτέλεση δεν τη λες, βέβαια του Σουζαντέ. Γραπώνει το γίγνεσθαι των μουσάτων και των μαντιλοφορουσών του με χιούμορ που σχολιάζει στα σοβαρά (κλεφτό zapping μεταξύ ημίγυμνων λικνισμάτων και προσευχής, anyone;), μάτι που κόβει ακόμη και στα ενδότερα του πλέον αθέατου κόσμου (ένα τρις πλάνο επίσκεψης σε φοιτητικό κοιτώνα όπως Αμερική, μπάφου συμπεριλαμβανομένου, απλώς πιο φτωχομπινεδιάρικο), μοτίβα σε τακτό υφέρποντα διάλογο με το σινεμά των ομοϊδεατών συμπατριωτών του (απ’ την ίντριγκα του κινητού – πειστηρίου μέχρι την αντιπαθούσα τις ψιψίνες γριέντζω). Αλλά τα θέματα που θίγει μοιάζουν όχι πια απολύτως φρέσκα ή επείγοντα (ίσως παραέχουμε δει κινηματογράφο από κει) και το «γύρισμά» τους από την πλοκή ενίοτε μη χωνεμένο από τη μυθοπλασία (η – κατακλυσμική για να δικαιολογήσει τη δραματική κατάληξη – όψιμη αποκάλυψη του διπλού «εγκλήματος», που σε όλον τον Πρώτο Κόσμο θα αποτελούσε ατομικό δικαίωμα, ενός από τα θηλυκά). Ολάκερη η κουστωδία «σκίτσων» δεν πάλλεται εξίσου – η παστρικιά μοιάζει σαρκωμένη πιο κωλοπετσωμένα απ’ τους λοιπούς, όσο κωλοπετσωμένη είναι κι αυτή. Και, αρκεί να χτυπήσεις γροθιά στην εύθραυστη βιτρίνα των taboo μιας πραγματικότητας, να τη γ*μήσεις για να στρώσει; Κάνει κάτι άλλο από πιασάρικο σύγχρονο πρωτευουσιάνικο μελόδραμα, στη με νεανικότερο πνεύμα κι αέρα εξόν συνειδητοποιημένη, καταγγελτική εναντίον των θεματοφυλάκων τού Χομεϊνί (τα πορτρέτα του οποίου τρυπώνουν διακριτά στους διακόσμους) εκδοχή του, σαν αυτό που σε πιο προχωρημένα μέρη όπως η Ελλάδα ο τηλεθεατής προσκυνάει στον… Παπακαλιάτη;

Εδώ ψιλοκαθαρίζει, συσκοτίζοντας τα απατηλά πρόσωπα και τα αμαρτωλά σώματα (και τα χαρακτηριστικά των ηθοποιών, ποιος θέλει να εκδοθεί φετφάς εις βάρος του όπως της Γκολσιφτέ Φαραχανί;) αυτών των κοκομπλοκαρισμένων κακομοίρηδων, το κινούμενο σχέδιο. Μιλώντας με το ρευστό πενάκι του για το ρευστό τού μέσα-έξω και του μέλλοντός τους, και με το καμουφλάζ της ώχρας, του καφέ, του υποπράσινου για τις gray areas της συνείδησής τους, τονίζει κομίστικα, εξωπραγματικά την… πραγματικότητά τους. Και «Loving Vincent» μην περιμένεις να δεις σε μαστοριά του χρωστήρα, πολλώ δε μάλλον και σε παλέτα σκόπιμα (αν και στις σεκάνς nightlife θα γουρλώσεις), αλλά δύσκολα θα πλήξεις, σίγουρα πιο δύσκολα απ’ ότι αν η σαπουνόπερά τους εκτυλισσόταν live action όπως, θυμίζουμε, γυρίστηκε. Το «Ελευθερία ή Θάνατος» της κορύφωσης που πεσιμιστικά αστικά, απ’ τη μια ποιητικά κι απ’ την άλλη πραγματιστικά τραγικά, σε διχάλα προορισμών, όσο διχασμένοι φαντάζουν κι οι ίδιοι στο φαίνεσθαι και στο είναι τους, θα περάσει υποβολιμαία, έστω λιγάκι τονικά κι αφηγηματικά άβολα, το μήνυμα με το οποίο o Σουζαντέ θα ήθελε να σφραγίσει, στο μη καθαρό κούτελό τους, τους θεοκρατούμενους απογόνους τού Ξέρξη: αυτά που ξέρατε να τα ξεχάσετε. Αλλιώς η Περσέπολή σας, ιδιωτική κι εξ Εσπερίας μονέδα μπορεί, αλλά προκοπή δε βλέπει. Προσωπικά, σε σύγκριση με το «Persepolis» αυτό το μήνυμα το είδα (μολονότι όχι τόσο arty) και, κυρίως, «την άκουσα» (και χωρίς σίσα) περισσότερο, συγγνώμη κιόλας…

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Φαραντικοί κ.λπ., θα φτιαχτείτε (και με τις εκλεκτικές συγγένειες), αν και είναι σαν το «Ρέκβιεμ για Ένα Όνειρο» να μεταφέρεται λογοκριμένο ως telenovela σε μορφή feature toon. Κουλτουριάρηδες παραδοσιακοί στο περιεχόμενο και στην τεχνοτροπία θα πάθετε τα σοκ σας, οι μεν με την ελευθεριότητα οι δε με το μικιμάου μεταμόρφωσης, αλλά θα γουστάρετε με διαλείψεις ενδιαφέροντος. Οι γονείς δεν παίρνετε τα μικρά, έτσι; Πολύ ψυχεδελικό και ethnic, παρά την ουρμπανίλα, για τους μουλτιπλεξάδες. Μοχάμαντ Ρασούλοφ, δεν σε ξεχνάμε (υπογράψτε τη διεθνή αίτηση υπέρ της ελευθερίας έκφρασης του διωκόμενου και υπό απαγόρευση εξόδου σκηνοθέτη εδώ).


MORE REVIEWS

ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΚΟΡΜΙΑ

Ποια είναι τα όρια των δικαιωμάτων μας επάνω στο ίδιο μας το σώμα, σε συνάρτηση με τις ανά την Ευρώπη υπάρχουσες νομοθετικές ρυθμίσεις που ορίζουν το πόσο αυτό μας ανήκει; Ένα έργο τεκμηρίωσης που επιχειρεί να θίξει και να απαντήσει σε πολλά νομικά και ηθικά διλλήματα… ζωής και θανάτου.

ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Μπολόνια, 1858. Εξάχρονο αγόρι οικογένειας Εβραίων τίθεται αναγκαστικά υπό την επιμέλεια του Πάπα, προκειμένου να μεγαλώσει σύμφωνα με τις αρχές της Καθολικής Εκκλησίας. Οι γονείς του θα κάνουν τα πάντα για να το πάρουν πίσω, όμως, η κόντρα με την παπική Ρώμη δεν είναι απλή υπόθεση.

Η ΧΙΜΑΙΡΑ

Φυλακόβιος αρχαιοκάπηλος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, όπου ξαναβρίσκοντας την παλιοπαρέα των συναδέλφων του, ξηγιέται… παλιά του τέχνη κόσκινο. Ή μήπως κυνηγάει χίμαιρες;

ΚΟΥΚΛΕΣ ΤΗΣ ΔΡΕΣΔΗΣ

Νεαρή δημοσιογράφος ερωτεύεται αιρετικής στάσης ζωγράφο και performance artist. Όταν η δεύτερη πεθαίνει, η πρώτη αγωνίζεται να νικήσει την ελληνική γραφειοκρατία, ζητώντας να παραλάβει τη σορό της αγαπημένης της συντρόφου.

ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΟΞΑ

Η ιταλική αυτοκινητοβιομηχανία Lancia θέλει να κερδίσει πάση θυσία το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Ράλι του 1983, όμως, το μοντέλο της 037 υστερεί σημαντικά έναντι της τετρακίνητης γερμανικής τεχνολογίας του Audi Quattro. Ο εκτελεστικός της Διευθυντής, Τσέζαρε Φιόρι, έχει μερικές πονηρές ιδέες οι οποίες ενδεχομένως μπορούν ν’ αλλάξουν τη διαφαινόμενη πορεία των πραγμάτων. Εμπνευσμένο από αληθινά γεγονότα.