ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ (2012)
(TABU)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μιγκέλ Γκόμες
- ΚΑΣΤ: Τερέζα Μαντρούγκα, Λάουρα Σοβεράλ, Άνα Μορέιρα, Ενρίκε Εσπίριτο Σάντο, Καρλότο Κότα
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 118'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: SEVEN FILMS
Η Αουρόρα, μια μάλλον… στριμμένη, ηλικιωμένη κυρία που ζει στη Λισαβόνα μαζί με τη γυναίκα που τη φροντίζει, εγκαταλείπει τα εγκόσμια, αφήνοντας πίσω ένα γράμμα που απευθύνεται σε κάποιον άγνωστο, φαινομενικά, άνδρα. Αυτό το γράμμα θα οδηγήσει την υπηρέτριά της αλλά και τη θρησκευόμενη γειτόνισσά της σε μια μεγάλη ανακάλυψη: η Αουρόρα, όταν ήταν νέα, όχι μόνο έζησε στην αποικιακή Αφρική ένα σημαντικό κομμάτι της νιότης της αλλά βίωσε και μια ζωή σα να ήταν βγαλμένη από παραμύθι, γεμάτη πάθος, περιπέτεια και… κροκόδειλους.
Ο «Χαμένος Παράδεισος» δε θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι είναι μια από τις πιο πρωτότυπες προτάσεις της χρονιάς. Παρά την ασπρόμαυρη φωτογραφία του και τις εμφανείς παραπομπές στη βωβή εποχή του ευρωπαϊκού κινηματογράφου, η απόσταση με το φαινομενικά ανάλογης αισθητικής «The Artist» δε θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερη. Ο Μιγκέλ Γκόμες χρησιμοποιεί τις αναφορές του παρελθόντος, όχι για να δημιουργήσει επί τούτου ένα έργο που αποτίει φόρο τιμής στο κινηματογραφικό παρελθόν, αλλά για να πειραματιστεί με τη δομή και τη φόρμα της αφήγησης και να χρησιμοποιήσει τα παραδοσιακά μέσα κινηματογράφησης για τη δημιουργία, παραδόξως, κάτι πολύ μοντέρνου.
Ο Γκόμες χωρίζει την ταινία σε δύο μέρη (ή σε τρία, αν λάβει κανείς υπόψη του τον διασκεδαστικό πρόλογο για τη χαμένη αγάπη ενός θαρραλέου εξερευνητή και το δέσιμό του με το πνεύμα των κροκοδείλων), ονομάζοντάς τα «χαμένος παράδεισος» και «παράδεισος», με αυτή τη σειρά. Η επιλογή των ονομάτων δεν είναι καθόλου τυχαία. Ο Γκόμες, ουσιαστικά, αντιστρέφει τα ομώνυμα κεφάλαια του επίσης ονομαζόμενου «Tabu» του Μουρνάου, που υπήρξε και η τελευταία ταινία του φημισμένου σκηνοθέτη και το οποίο διηγούνταν την ιστορία ενός ζευγαριού ιθαγενών σε ένα νησί των Νοτίων Θαλασσών, που αναγκάζεται να εγκαταλείψει την παλιά ζωή του στη νήσο και να φυγαδευτεί όταν η κοπέλα επιλέγεται ως υπηρέτρια των θεών. Δεν είναι, λοιπόν, δύσκολο να αναλογιστεί κανείς γιατί επιλέχτηκαν ως τίτλοι των κεφαλαίων τα «παράδεισος» και «χαμένος παράδεισος» και στις δύο περιπτώσεις.
Η Αουρόρα του τώρα (την οποία υποδύεται η έξοχα συγκρατημένη και διακριτικά κωμική Λάουρα Σοβεράλ) είναι μια θλιβερή ανάμνηση της παθιασμένης γυναίκας του παρελθόντος και η νοσταλγία για αυτό το μεγαλείο αποτυπώνεται υπέροχα μέσα από το φιλμ των 16mm που απλώνεται στην οθόνη. Κρυμμένη πίσω από μεγάλα μαύρα γυαλιά και γεμάτη ιδιοτροπίες, η ηλικιωμένη Αουρόρα δεν είναι και ο πιο εύκολος άνθρωπος του κόσμου. Έχει πάθος με τον τζόγο, με αποτέλεσμα να ξοδεύει τα λεφτά της καθημερινά στο casino, και κατηγορεί τη Σάντα, τη γυναίκα που τη φροντίζει, ότι της κάνει μάγια «επειδή θέλει να την ξεκάνει». Τίποτα δε θυμίζει τη γεμάτη ζωή Αουρόρα του παρελθόντος (Άνα Μορέιρα), που της άρεσε το κυνήγι και η εξωτική ζωή και δε δίσταζε να δοκιμάζει συνεχώς νέα πράγματα.
Ενώ το πρώτο μέρος του «Χαμένου Παράδεισου» είναι βασισμένο στο ρεαλισμό και την πραγματικότητα, το δεύτερο επωφελείται από την υποκειμενική οπτική της αφήγησης και γίνεται πιο «παραμυθένιο» και ονειρικό. Καθώς στο δεύτερο μέρος τη γνωρίζουμε μέσα από τα μάτια του ανθρώπου που την αγάπησε όσο καμία άλλη, η Αουρόρα αποκτά διαστάσεις μύθου και η ιστορία εξιδανικεύει την persona της. Παράλληλα, η αφήγηση αρχίζει να στερείται τα σύγχρονα μέσα. Η ασπρόμαυρη φωτογραφία παραμένει, όμως, όλοι οι ήχοι αφαιρούνται από το φιλμ, εκτός από την ανδρική φωνή που αφηγείται την ιστορία και τις απρόβλεπτες pop προσθήκες, όπως η… βραζιλιάνικη διασκευή του «Be my Baby»!
Ο Γκόμες δεν έχει σκοπό να ξεπατικώσει τις τακτικές των ασπρόμαυρων, βωβών φιλμ αλλά να τις χρησιμοποιήσει δημιουργικά στην αφήγηση της ιστορίας του. Αναπνέει μέσα από αυτές, απομονώνει τους ήχους και τα βλέμματα, τονίζει την ένταση του περιβάλλοντος. Ακόμα και όταν οι λεπτομέρειες της καθημερινότητας φαντάζουν αναληθοφανείς, όλα ταιριάζουν και βγάζουν νόημα σε ένα επίπεδο απόλυτα συνεπές με τον βασικό κορμό της ιστορίας. Η ίδια η εμφάνιση του κροκόδειλου στην ταινία αποκτά την έννοια της αγάπης και της μετενσάρκωσής της, όπως αναφέρει και η μικρή ιστορία πριν από τους τίτλους της αρχής. Τα πάντα διακατέχει μία αίσθηση νοσταλγίας, που, όμως, δεν αφορά το ίδιο το μέσο του κινηματογράφου, όπως συνέβη στο «The Artist», αλλά οποιαδήποτε προηγούμενη ζωή, το όνειρο που παραμένει χαραγμένο στο μυαλό και μια ιστορία που αξίζει να μην ξεχαστεί.
Ο «Χαμένος Παράδεισος», τελικά, είναι εκείνη η ταινία που χαίρεσαι να ανακαλύπτεις, όπως το χαμένο γράμμα της Αουρόρα, που ανοίγει έναν ολόκληρο νέο κόσμο μπροστά στα μάτια των δύο γυναικών. Εξάλλου, η αφήγησή του σέβεται την ιστορία και τα μέσα του κινηματογράφου χωρίς όμως να είναι αποκομμένη από το τώρα, πετυχαίνοντας να μιλήσει για κάτι οικουμενικά σημαντικό. Πώς γίνεται να του αντισταθείς, λοιπόν;