ΓΑΛΛΙΚΗ ΣΟΥΪΤΑ (2015)
(SUITE FRANÇAISE)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα Εποχής
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Σολ Ντιμπ
- ΚΑΣΤ: Μισέλ Γουίλιαμς, Ματίας Σχούναρτς, Κριστίν Σκοτ Τόμας, Ρουθ Γουίλσον, Μάργκο Ρόμπι, Σαμ Ράιλι, Λαμπέρ Γουίλσον, Τομ Σίλινγκ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 107'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: SEVEN FILMS / ΣΠΕΝΤΖΟΣ
Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, σε μια μικρή αγροτική πόλη της γαλλικής επαρχίας, μία νεαρή κοπέλα της περιοχής και ένας υψηλόβαθμος στρατιωτικός των Ναζί έρχονται πιο κοντά, όσο γύρω τους δημιουργείται η μελωδία μιας μελαγχολικής, γαλλικής σουίτας.
Υπάρχει κάτι ακαταμάχητα (και παλαιομοδίτικα) βρετανικό στη «Γαλλική Σουίτα» του Σολ Ντιμπ. Θες η προσεκτική αναπαράσταση της εποχής; Ο καθωσπρεπισμός που καταπιέζει τους χαρακτήρες και που αναβλύζει από κάθε σκηνή; Οι αργοί, νωχελικοί ρυθμοί που προσπαθούν να συσσωρεύσουν στην ατμόσφαιρα υπόγεια ένταση; Το υποβόσκον συναίσθημα; Η εξερεύνηση των ταξικών, εθνικών και αισθηματικών συγκρούσεων; Ακόμα και το ίδιο το κεντρικό μουσικό θέμα του Αλεξάντρ Ντεσπλά, το οποίο δίνει και τον τίτλο του φιλμ, συνηγορεί με την υπαινικτικότατα και τη μελαγχολία του στη δημιουργία μιας ταινίας για την οποία θα ένιωθε περήφανο το Βρετανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου. Ωστόσο, όχι απαραίτητα και οι υπόλοιποι…
Το παράδοξο είναι ότι η ιστορία δεν έχει βρετανική προέλευση αλλά μοιράζεται περισσότερα αφηγηματικά κοινά με το… «Κοράκι» του Ανρί-Ζορζ Κλουζό, καθώς αποτελεί μεταφορά της λογοτεχνικής αποτύπωσης της ίδιας περιόδου και, ουσιαστικά, της ίδιας κοινωνικής διαστρωμάτωσης από την Ιρέν Νεμιρόφσκι (η οποία οδηγήθηκε στο Άουσβιτς πριν ολοκληρώσει τη συγγραφή ολόκληρης της ιστορίας της). Η αναγκαστική συμβίωση των Ναζί και των ντόπιων χωρικών, τα ανώνυμα γράμματα που ξεμπροστιάζουν τα άπλυτα του γείτονα ή όποιου άλλου τυγχάνει να μπει στο στόχαστρο καθενός, η αντίσταση πίσω από κλειστές πόρτες και οι αναπόφευκτες αλληλεπιδράσεις μεταξύ ανθρώπων διαφορετικού υπόβαθρου, νοοτροπίας και οπτικής, αποτελούν τη βάση για μια σίγουρα περίπλοκη ιστορία (και σαφώς καυστική, όσο περισσότερο επανέρχεται στο μυαλό η σύγκριση με το αριστούργημα του Κλουζό), κάτι που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την χαμηλότονη και κατά στιγμές υποτονική προσέγγιση που επιλέγει να ακολουθήσει ο Ντιμπ.
Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό. Αλλά ο Ντιμπ δεν καταφέρνει να απεγκλωβίσει την υπόκωφη ένταση από το παρασκήνιο, δεν επιτυγχάνει να δημιουργήσει την αίσθηση του επείγοντος πίσω από τα δρώμενα, δεν βρίσκει τον τρόπο να δημιουργήσει την αμεσότητα ανάμεσα στην Μισέλ Γουίλιαμς και τον Ματίας Σχούναρτς (σε ακόμα έναν ρόλο εποχής σε λίγους μήνες, ύστερα από τα «Μακριά από το Πλήθος» και «Ένα Μικρό Χάος»), δεν αξιοποιεί καν την έμφυτα βιτριολική παρουσία της Κριστίν Σκοτ Τόμας για να προσδώσει αιχμή σε ένα υποσχόμενο αρχικό υλικό. Επιπλέον, ακόμα και όταν επιλέγει να επικεντρωθεί σε σιωπές, κλεφτές ματιές και κρυφές οπτικές πίσω από μισάνοιχτες πόρτες γκρεμίζει όλη την υπαινικτικότητα με επεξηγηματικά, λεπτομερή voice-over, τα οποία ουσιαστικά αναιρούν τις όποιες έντιμες προθέσεις και μεταφέρουν τα πάντα στην σφαίρα του προφανούς.
Στο τέλος, παρά τις μικρές εκλάμψεις πραγματικού ενδιαφέροντος (η πλειοψηφία των οποίων περιστρέφονται γύρω από την ομώνυμη σουίτα και την σταδιακή της αποκάλυψη), η ιστορία καταλήγει στην οθόνη ως μια ακόμη ιστορία απαγορευμένου έρωτα, προδοσίας και παρεξηγήσεων, γεμάτη από στερεοτυπικές εξελίξεις και… καμία ανατροπή. Κοιτάζοντας το καλογυαλισμένο περιτύλιγμα, κανείς δεν μπορεί να αμφιβάλει για την επαγγελματική εκτέλεση του εγχειρήματος. Όποιος, όμως, αναζητήσει και την καρδιά της ταινίας, θα βρεθεί προ δυσάρεστων συμπερασμάτων.