ΟΛΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ (2012)
(STUCK ΙN LOVE)
- ΕΙΔΟΣ: Ρομαντική Κομεντί
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζος Μπουν
- ΚΑΣΤ: Γκρεγκ Κινίαρ, Λίλι Κόλινς, Νατ Γουλφ, Τζένιφερ Κόνελι, Λόγκαν Λέρμαν, Λιάνα Λιμπεράτο, Κρίστεν Μπελ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 97’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: VILLAGE FILMS
Λογοτέχνης έχει ένα σπουδαίο μυθιστόρημα, ξεπέτες με τσαούσα και κόλλημα με(τά) τη σύζυγο που τον άφησε προ 3ετίας. Η κυνική και σεξουαλικά ελευθεριακή 19χρονη κόρη της τη μισεί, κάνει μπαμ με πρώτο βιβλίο και υποχωρεί σε boyfriend – τεφαρίκι. Ο λυκειόπαις αδελφός της δείχνει ταλέντο στην πένα, καψουρεύεται συμμαθήτρια και, επιτέλους, εφαρμόζει το «πρώτα ζούμε, μετά γράφουμε». Η επικεφαλίδα τους ήταν «Οικογένεια». Μπορεί να ξαναγίνει;
Τσιτάτα της Φλάνερι Ο’ Κόνορ (το «καλό», για τις εμπειρίες ενός ανθρώπου ως τα 20 του, που συνιστούν ολάκερο το υλικό που χρειάζεται ως auteur). Η μαμά βυθισμένη σε μια έντυπη Τζόαν Ντίντιον. Ο μπαμπάς (που έχει πάρει το βραβείο Φόκνερ) σε απαγγελία, δις, του αγαπημένου του αποσπάσματος από το αριστούργημα του Ρέιμοντ Κάρβερ. Ο τζούνιορ φανατικός τού Στίβεν Κινγκ, ο οποίος κάνει ένα από τηλεφώνου cameo. Και Τσίβερ, και Λέναρντ, και Μέλβιλ και… ΟΚ, εκτιμητέα διαβαστερός στις αναφορές του και με «κάτι» ως ατακαδόρος αλλά πρωτολειακά ανέτοιμος ως δραματουργός, υποχωρητικός στις… επιταγές της παραγωγής ως σεναριογράφος και όχι σαμουά κάτω απ’ τον κονδυλοφόρο των εικόνων, ο Τζος Μπουν μπαίνει-βγαίνει μόστρα στις προθήκες.
Και, ως πρώτη cinéaste δημοσίευσή του, είναι μακριά ακόμα από βραβείο του «ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ» αυτό το γλυκερό c(λ)opy-paste μεταξύ «Californication» και «Δεσμών Διαζυγίου» χρονικό, με τέρμινα δύο επετείους του Thanksgiving – εννόησες, το family ευχαριστεί τον… κάποιον (όχι το Θεό, ως ευφυείς γραμματιζούμενοι διακηρύττουν ότι αυτός δεν υπάρχει) για το επιτυχές της επιμονής τους στο «σ‘ αγαπώ» (ως αίτημα και αποδοχή μιας δεύτερης ευκαιρίας) και την ευτυχία της σύσφιξης που κατέκτησαν μετά από «έπαθές τα κι έμαθές τα», ατομικά και διαπροσωπικά. Στο ενδιάμεσο η υποσχόμενα ευφραδής θυμοσοφία («Υπάρχουν 2 κατηγορίες ανθρώπων: οι αθεράπευτοι ρομαντικοί και οι ρεαλιστές. Οι ρεαλιστές είναι που πηδάνε πολύ…») και τα σχεδόν εμπαθητικά σκίτσα από ένα, δεδομένης της καθοδηγητικής απειρίας του Μπουν, ensemble όχι μουντζαλιά (απίστευτο αλλά ξεχωρίζει η Μπελ!), καταλήγουν τελικά σχεδόν υποσημείωση ενός «σεντονιού» παροραμάτων.
Απογοητευτικοί κοινοί τόποι κινηματογραφικής αφήγησης (ένα ανδρικό προβάρισμα γκαρνταρόμπας), συνήθως άτεχνα τραγουδιστικά μοντάζ – καμουφλάζ (που ονοματίζουν τον Έλιοτ Σμιθ και «σπρώχνουν» ηχηρά, κατόπιν εορτής, τη nu folk). Η φυσικά υποφωτισμένα και αποχρωματισμένα «γκρίζα» παλέτα του στατικού βιζέρ (που υποβάλλει αισθητικά ανιαρά τη συναισθηματική βάσανο ενός εκάστου του σογιού). Χτυπητές διαφορές στο ανέβασμα των προσώπων απ’ το χαρτί στο πανί (ο daddy υποτίθεται ότι δεν μπορεί να ξεπεράσει το διαζύγιο αλλά η mommy είναι που χτυπιέται σαν καταθλιπτικιά). Κυρίως, όμως, οι ανελίξεις που φλερτάρουν εκνευριστικά με το life coaching (η fuck buddy βγάζει μετά λογυδρίων τον 50άρη laureate στο κλαρί των ραντεβού) και το serial (η εξαρτησιακού λαλά υποπλοκή ανήλικης και το «σκάσιμο» του πατρικού μυστικού της απιστίας).
«Ι’ m not a great writer. Ι’ m a great rewriter», εκφέρει αποφασιστικά στο λεκτικό piece de resistance τού φιλμ ο πατριάρχης, διατεινόμενος ότι μπορεί να επανορθώσει για το γάμο του – και μιλώντας για λογαριασμό τού δημιουργού του. Ο πρώτος το κατορθώνει (στο… ανεπιθύμητο happy end), ο δεύτερος όχι. Γιατί και οι διορθώσεις του χτυπάνε στο μάτι και οι φόροι τιμής σε ξένα «κεφάλια» είναι ό,τι καλύτερο εδώ. Θα είμαστε απίκο μπας κι η δική του φλέβα, και όχι οι παραπομπές, μας προσηλώσει – πραγματικά – την επόμενη φορά. Ή τα κάνουμε «Όλα για την Αγάπη» (της Έβδομης Τέχνης) ή δεν τα κάνουμε, έτσι πάει…