ΠΡΙΝ ΤΟ ΤΕΛΟΣ (2024)
(STERBEN)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ματίας Γκλάσνερ
- ΚΑΣΤ: Λαρς Έιντινγκερ, Κορίνα Χάρφουκ, Λίλιθ Στάνγκενμπεργκ, Ρόναλντ Ζέρφελντ, Ρόμπερτ Γκβίσντεκ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 180'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: CINOBO
Χωρισμένο σε κεφάλαια που βασίζονται (κυρίως) στους χαρακτήρες μιας οικογένειας, το φιλμ πραγματεύεται τη σχέση τους με την εμπειρία του θανάτου σε διάφορες μορφές.
Αυτή είναι μία ταινία που… δεν πρέπει να παρακολουθήσει κανένας Έλληνας σκηνοθέτης, ο οποίος πιθανότατα (θα) τυγχάνει και σεναριογράφος, μην ξεχνιόμαστε! Στο πρώτο σκέλος, διότι θα τον κάνει να ντραπεί με την επαγγελματική διαχείριση της αφήγησης, παρά το γεγονός μιας αμείλικτης τρίωρης διάρκειας που ταυτίζεται περισσότερο με τη σύγχρονη τάση του «δημιουργού» ο οποίος λειτουργεί με το σκεπτικό… «στ’ αρχίδια μου ο θεατής, εγώ το γύρισα για να με πάρουν στα Φεστιβάλ». Το «Πριν το Τέλος», όμως, σε ξεγελά γιατί δείχνει τόσο… νορμάλ και εύπεπτο! Έχει τα χαρακτηριστικά του… λαϊκού σινεμά, αλλά με αμπαλάρισμα φεστιβαλικών προδιαγραφών. Κάτι που το ελληνικό σινεμά δεν δύναται να παράγει, διότι εδώ έχουμε να κάνουμε μονάχα με τα «θέλω» του κάθε «δημιουργού» (και τα… τουριστικά του πλάνα ή προσδοκίες). Στο δεύτερο σκέλος, σεναριακά δηλαδή, το πράγμα δεν απέχει ιδιαίτερα από την ντόπια μίρλα. Απλά, ο Ματίας Γκλάσνερ είχε αποφασίσει να γράψει μία «ωδή» στο θανατικό και… όποιον πάρει ο χάρος! Γηρατειά και κατάρρευση της φυσικής υγείας, άνοια, καρκίνος, άμβλωση, αυτοκτονία, πάλι καλά που σ’ ένα ολόκληρο τρίωρο δεν κατάφερε να εκτροχιάσει και κανένα τρένο με δεκάδες νεκρούς! Εδώ εννοείται πως ένα ελληνικό σενάριο (ειδικά στο πλαίσιο του καταστασιακού) δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τα όσα έχει γράψει ο Γκλάσνερ. Με μία και μοναδική διαφορά: οι χαρακτήρες του έχουν διαλόγους. Μπορούν να μιλάνε. Και ενίοτε λένε πράγματα που ο θεατής μπορεί να κρατήσει, διότι περιέχουν ψήγματα αληθινού ψυχισμού. Γερμανικού, όμως…
Έχει να κάνει και με το τόσο… απωθητικό που έχει αυτός ο λαός ιδιοσυγκρασιακά. Χωρίς την ανελέητα «αρρωστημένη» ψυχρότητα των Αυστριακών, οι οποίοι το έχουν «βρει» και το έχουν επιβάλλει και στην κινηματογραφική τους φόρμα. Κανένας Γερμανός σκηνοθέτης δεν θα μπορούσε να γίνει Χάνεκε ή Ζάιντλ. Το φθονεί, όμως. Και αυτό αγκομαχάει για να πετύχει στο «Πριν το Τέλος» (μία ιδιαίτερα light «απόδοση» του πρωτότυπου τίτλου που σημαίνει… «Πεθαίνοντας», όπως σωστά χρησιμοποιήθηκε και στην αγγλική). Τα τέσσερα μέλη της οικογένειας των Λούνις (γηραιός πατέρας με άνοια, μάνα με καρκίνο που της τρώει τα σωθικά, υιός με τραυματικούς δεσμούς και κόρη αλκοολική) ζουν αποκομμένα μεταξύ τους (ακόμη και ο πατέρας, όταν θα χρειαστεί να μπει σε γηροκομείο) και αποτολμούν την επαφή μόνο όταν προκύπτει σοβαρή ανάγκη ή… κηδεία. Δίπλα τους, δορυφόροι χαρακτήρων με επίσης κατεστραμμένες ζωές, όπου η μόνη αχτίδα φωτός προκύπτει από μερικά γεννητούρια, αν και μέσα σε τέτοιο πλαίσιο καθημερινότητας, περισσότερο τρομάζεις για το μέλλον αυτών των βρεφών!
Εκβιαστικά αδιέξοδο στο δράμα του, το «Πριν το Τέλος» διαθέτει στιγμές που δε σε κάνουν να λυπάσαι που… χάνεις τον χρόνο σου (όπως η σκληρότατη σεκάνς διαλόγου μάνας και γιου, μετά το ανορθόδοξο σκόρπισμα της τέφρας του πατέρα), όμως, συνολικά το φιλμ σε καταπλακώνει κάτω από την τεράστια διάρκειά του και, παραδόξως, ουχί συναισθηματικά. Γιατί τα όσα παρακολουθείς μοιάζουν περισσότερο στημένα, με έναν σκόπιμα artificial τρόπο, δίχως ειλικρίνεια ή βαθύτερο νοιάξιμο για τους ανθρώπους (μπορεί και να χρειαζόταν να βάλω εισαγωγικά εδώ…) που αποτελούν τον κορμό του έργου.