ΣΠΙΡΤΟΚΟΥΤΟ (2003)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γιάννης Οικονομίδης
- ΚΑΣΤ: Ερρίκος Λίτσης, Ελένη Κοκκίδου, Κώστας Ξυκομηνός, Γιάννης Βουλγαράκης, Σταύρος Γιαγκούλης, Αγγελική Παπούλια, Σεραφίτα Γρηγοριάδου, Ιωάννα Ιβανούδη
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 80'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΤΡΙΑΝΟΝ
Κορυδαλλός. Καλοκαίρι. Χαλασμένο κλιματιστικό, θερμοκρασία «στα κάρβουνα». Ο Δημήτρης βρίσκεται μόνος εναντίον όλων. Στο ίδιο του το σπίτι.
Το 2002, ο Γιάννης Οικονομίδης αποφασίζει ν’ ανοίξει πόλεμο με το γαμημένο (ελληνικό) σινεμά κι ανεβάζει στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του. Έκτοτε, η φιλμική του γλώσσα θεωρείται σήμα κατατεθέν, επιχειρώντας να «ταυτοποιήσει» έναν lumpen κόσμο βουτηγμένο μέσα στα σκατά της σύγχρονης καθημερινότητας, του παράνομου βίου, της αμαρτίας, της απουσίας ηθικής, ο οποίος εκφράζεται με τον πιο vulgar τρόπο, γαμωσταυρίζοντας δίχως δεύτερη σκέψη. Από το «Σπιρτόκουτο» ξεκίνησε όλη αυτή η «μαλακία». Τραβάς κάνα ζόρι; Και μην ακούσω πάλι εκείνο το «εμβληματικό», γιατί θα ξεράσω!
Μέσα σ’ ένα «λαϊκό» σπίτι γειτονιάς, στον Κορυδαλλό (ή όπου στο διάολο τους πέταξε το όποιο μουνί κι αυτούς τους ανθρώπους, δεν παίζει ρόλο), ο πάτερ φαμίλιας Δημήτρης βράζει εσωτερικά από θυμό, με τα εμβόλιμα «καμένα» stills του Οικονομίδη να σκάνε σαν ατομική βόμβα στην οθόνη, θέλοντας να περιγράψουν τι συμβαίνει μέσα στο κρανίο του, την ψυχή του. Συγγενείς πρώτου βαθμού και άνθρωποι της δουλειάς μπαινοβγαίνουν στο διαμέρισμα της οικογένειάς του όλη μέρα, βρίζοντας ή ουρλιάζοντας, με τα νεύρα να εκρήγνυνται και τις φλέβες να θέλουν να τινάξουν πίδακες από αίμα, μπας κι «αδειάσουν». Το καταστασιακό σχεδόν δεν απασχολεί, η ιστορία είναι ανύπαρκτη, το μόνο που μετράει είναι η πίεση ενός βίου ανώφελου, σπαταλημένου, και η λεκτική εκτόνωση που σπάει κόκαλα.
Δίχως κανένα ίχνος «φόρμας» ακόμη, ο Οικονομίδης σκηνοθετεί τους ηθοποιούς του σαν να τους έχει πατήσει τον κάλο, αν όχι σαν να τους έχει κόψει το δάχτυλο κανονικά και να σφαδάζουν από τον πόνο και την αιμορραγία. Τα κορμιά στάζουν ιδρώτα, το βρισίδι εκτοξεύεται με σάλια από στόματα που βαράνε σε «λούπα» προτάσεις, λέξεις, μπινελίκια, κραυγές. Φάση primal, ενεργητικά ζωώδης, πρωτοφανής για τον ελληνικό κινηματογράφο. Φωνές και φάτσες ενίοτε δεν υποφέρονται, η μίρλα και η ασχήμια παίζουνε σε πυγμαχικό αγώνα με την αισθητική αντίληψη του mainstream, του κοινωνικά αποδεκτού, του «όμορφα»… βολεμένου.
Ο Οικονομίδης δείχνει να καταλαβαίνει μια χαρά τι εστί δραματουργία, αλλά είναι ακόμη αμήχανος απέναντι στην κινηματογράφηση και τη διαχείριση του πλήρους υλικού του σκηνοθετικά. Ξεσκίζει τους ηθοποιούς του σαν να μην υπάρχει αύριο μετά τα γυρίσματα (μέχρι και η Αγγελική Παπούλια δείχνει αληθινή κι «αφτιασίδωτη» από μούτες «παραξενιάς» σ’ αυτή την ταινία!), προκαλεί την ασφυξία στα κάδρα του, αλλά δεν κρύβει το γεγονός ότι εδώ πρόκειται για πρωτόλειο γαμημένου τσαμπουκά, το οποίο αφήνει υποσχέσεις για μια πορεία που θ’ ανθίσει δημιουργικά και καλλιτεχνικά (όπως και συνέβη).
Μερικές δεκαετίες αργότερα, το «Σπιρτόκουτο» παραμένει μικρό σε μέγεθος, μα μ’ ένα πελώριο στόμα που δε σταματά να σε «λούζει», μπας και ξυπνήσεις από έναν κοινωνικό λήθαργο (του τότε και του τώρα), την αμέτοχη έκρηξη του «απολιτίκ» ρόλου των social media στη ζωή του πλέον ηλίθιου «νεοέλληνα» (που ισοπέδωσε σχεδόν τα πάντα μετέπειτα). Της πλειοψηφίας των «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» ζώων, από τα οποία αποτελείται αυτός ο λαός. Η σκηνή της σιωπής του Ερρίκου Λίτση στο μπαλκόνι, με τα ζεστά φίλτρα (της πρώτης εμφάνισης) του πλάνου και μια γαλήνη απόγνωσης που σου επιτρέπει να πάρεις ανάσες για τη συνέχεια, είναι αυτό που προτιμώ να κρατάω από τούτο το έργο. Παράδοξο, έτσι; Ναι. Τι; Θες να σου ρίξω καμιά Σορβόννη, να στρώσεις;