Ο ΑΡΙΣΤΕΡΟΧΕΙΡΑΣ (2015)
(SOUTHPAW)
- ΕΙΔΟΣ: Αθλητικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Αντουάν Φουκουά
- ΚΑΣΤ: Τζέικ Τζίλενχολ, Φόρεστ Γουίτακερ, Ούνα Λόρενς, Ρέιτσελ ΜακΆνταμς, Νεϊόμι Χάρις, 50 Cent, Μιγκέλ Γκόμες
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 123'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Θριαμβευτικά υπερασπισθείς τον θώκο τού παγκόσμιου και πάντα αήττητος, ένας μαζοχιστικά εναντίον της άμυνας πυγμάχος με ιδρυματικό παρελθόν χάνει τη σύζυγο – στήριγμα (από πυροβολισμό σε μαγκιά με διεκδικητή), την άδεια (εξαιτίας ντισκαλιφιέ), τα υπάρχοντα (απ’ τις «βδέλλες» και τα χρέη) και την ανήλικη κορούλα του (από την Πρόνοια). Ένας παλαίμαχος θα τον σηκώσει απ’ τον πάτο μαθαίνοντάς του ξανά, αλλιώς το παιχνίδι. Θα πάρει τη ζωή ή το αίμα του πίσω;
Λέγεσαι Κερτ Σάτερ και είσαι γραφιάς. Θέλεις moves για να βγεις winner απ’ τον πρώτο σου αγώνα στη μεγάλη οθόνη. Και κλέβεις όχι απ’ τους καλύτερους αλλά απ’ τη σχετική φιλμογραφία του Σταλόνε: απ’ το «Rocky 2» τη χθαμαλή δουλειά στο γυμναστήριο και την αντίθετη σε πιθανά μοιραίο ματς συμβία σε κώμα, απ’ το «Rocky 3» το δεξί χέρι που επιλέγει συφερτικά τους αντιπάλους, απ’ το «Rocky 5» την εξανεμισμένη από λογιστή περιουσία και απ’ το «Over the Top» τα σούξου μούξου επανασύνδεσης με το αποξενωμένο τέκνο.
Λέγεσαι Αντουάν Φουκουά και είσαι σκηνοθέτης. Θέλεις να εδραιώσεις τη θέση σου ως στιλίστα ανατόμου της πηγής της τεστοστερόνης στην κατηγορία των μεσαίων βαρών και μ’ ένα boxing movie, επιτέλους. Και, ενώ you fly like a butterfly, you sting like a bee στην αδρεναλίνη καναβάτσου, έξω απ’ αυτό στον ένα γύρο πουλάς μούρη με uppercut κατά των κακοφορμισμένων πληγών του συστήματος και στον άλλο πετάς την πετσέτα με πορωτικά anthems του Έμινεμ και κόντρα τη Ρίτα Όρα ως πρεζού μικρομάνα τριών.
Λέγεσαι Χάρβεϊ Γουάινστιν και είσαι διανομέας. Θέλεις να κυκλοφορήσεις το «Οργισμένο Είδωλο» της νέας χιλιετίας (με ό,τι αυτό συνεπάγεται: βραβεία, κριτικές, θρύλο) αλλά και να πάρεις τα λεφτά σου πίσω. Και νομίζεις ότι αρκεί να έχει χτιστεί η σωματοδομή ενός από τους ικανότερους contenders της Μεθόδου και να ‘χει σηκωθεί με το ζόρι από χάμω ένα χρόνια τάβλα σχέδιο, μυρίζοντας τον αιθέρα του «The Fighter» για να κάνει τα μούτρα κρέας στο «Warrior».
Αποτέλεσμα: ένα κομμάτι κρέας (όπως η αγωνιστική μοίρα τους θέλει, και το – ψεγόμενο εδώ – απομυζούν σύμπαν τους βλέπει τους champ) από σελιλόζη, ποτέ άγευστο αλλά αλλού raw κι αλλού overdone. Μια ήττα με το βάρος της ευθύνης να πέφτει εξίσου στους ώμους της πένας του τηλεοπτικού «Sons of Anarchy», του ματιού τού «The Equalizer» και του major indie τσαμπουκαλή κουμανταδόρου τού Κουέντιν Ταραντίνο.
Για τον πρώτο τι λένε τα στατιστικά αυτού του σε βαλάντιο και ψυχολογία «απ’ τ’ αλώνια στα σαλόνια» και τανάπαλιν, χαροκαψίματος και ντουβρουτζά sport ανδριάντα hook πατρικού καημού, με εσωτερικά κι εξωτερικά handicap, κοπιώδους αλλαγής τακτικής στο ring (και της ζωής), κι αμφίρροπης έκβασης επαναδιεκδίκησης της επαγγελματικής & οικογενειακής κορυφής;
Καλή η απόπειρα να φιλοτεχνηθεί direct το πορτρέτο μιας χαμηλού IQ for a change, εκτός από λαϊκού παιδιού και ανασφαλούς (σιγουράκια), αρσενικής punching machine που βραχυκυκλώνει τραγικά. Αλλά ο σωτήριος coach αντιγράφει εκείνον του «Million Dollar Baby» με ένα sketch (του γυάλινου ματιού) να εμπνέεται άστοχα από το πραγματικό παλμαρέ τού μωλωπισμένου ακαθοδήγητου Γουίτακερ. Κι αυτό είναι μόνο το πρώτο στρίμωγμα του φιλμ στη γωνία τού ρεαλισμού που επιδιώκει να βάλει κάτω. Το μοτίβο – κάτοπτρο της ανάδοχης ορφάνιας (την έζησε ο daddy) που απειλεί την πικραμένη θυγατέρα παίζεται σαν δραματοποιημένο εταιρικό promo του Χαμόγελου του Παιδιού των ΗΠΑ, με ξεφούσκωτο σάκο την υποπλοκή του μαύρου εφήβου που έχει ο ήρωάς μας από κοντά στο gym.
Η σύντροφος που πεθαίνει λαλίστατη, οι παρατρεχάμενοι και το βιός που χάνονται πάραυτα, η ευκαιρία της ρελάνς – ρεβάνς στο Madison Square Garden που κλείνεται εξίσου άμεσα (υπερ)βολικά συγκαταλέγονται στις πληγές που δεν ράβονται, με τη σκηνή του πιστού κολλητού (που δέχεται το ευχαριστώ του ινδάλματος γιατί του προσφέρει μια κούρσα, και μην τον είδατε για την επόμενη ώρα) να βγάζει μάτι με τα εκ του περισσού και ανοίκεια χαμόγελά της.
Είναι εδώ, στο στάδιο της φυσικότητας, που παραπατάει, μαζί με το σενάριο και ο urban filmer του «Ημέρα Εκπαίδευσης». Έχει του χεριού του τους χώρους (η απομονωμένη έπαυλη, το Πίτσμπεργκ και το Hell’s Kitchen της εργατιάς, οι κονίστρες) και, πρώην ερασιτέχνης μποξέρ ο ίδιος, σε φέρνει τσίλικα σε απόσταση αναπνοής από τα ζευγάρια στις αναμετρήσεις (κάποιες ένθεν κακείθεν λήψεις POV πρέπει να είναι πρωτιά στα χρονικά), με τον τελικό – βεντέτα να δεσπόζει στο θέαμα. Δυστυχώς, ταυτόχρονα κοπανάει κάτω απ’ τη ζώνη το σώμα ανθρωπιάς της ταινίας μορφάζοντας επικριτικά: για τα συγκινησιοθηρικά media (αλλά η αισθητική τύπου ESPN μοιράζει κροσέ αβέρτα), για τους φραγκοφονιάδες manager (αλλά ο 50 Cent σε casting κυνισμού κερδίζει τον τίτλο «νατουραλιστικό ανέκδοτο»), για τους διεφθαρμένους μεγαλοπαράγοντες. Κι εδώ το καμπανάκι χτυπάει για τη The Weinstein Company…
Αρκεί να τσαμπουνάς μεγαλοστόμως, σαν άλλος Μοχάμεντ Άλι, ότι ο Τζίλενχολ θα είναι στην πεντάδα των Όσκαρ για να πείσεις το κοινό: α) ότι ο ηθοποιός παίρνει τα σκήπτρα απ’ τον Τζέικ ΛαΜότα του ντε Νίρο, β) ότι η ταινία σου δεν χάνει, έστω στα σημεία; Ποσώς. Ο… «Nightcrawler» πράγματι σε κολλάει στα σχοινιά σε επίπεδο φυσικής κατάστασης, αλλά ενώ σου σερβίρει στη μάπα τον Μπράντο: υποτονθορισμοί, λογοπεδικοί αυτοσχεδιασμοί, χάσιμο στο «σπάσιμο». Κρίμα, με έναν auteur (κι όχι έναν υφίστα διεκπεραιωτή) στον πάγκο μπορεί το σαγόνι μας να ήταν τώρα στο πάτωμα. Η ΜακΆνταμς συνεχίζει να δίνει πόντους επί προσωπικού σε κάθε ρόλο της, είναι η Λόρενς από τα τσικό όμως που βγάζει τους πάντες knockout με το πιο συναισθη(μα)τικό παράστημα in the house.
Το μακιγιάζ, εννοείται, σε ρίχνει σέκο, αλλά ο μακαρίτης Τζέιμς Χόρνερ γράφει την score διαθήκη του σε σικέ μινόρε, ενώ το beast μας (τσάμπα σου έριχναν στ’ αυτιά στους τίτλους αρχής με το ομώνυμο track, τι νόμιζες;) διαβαίνει step by step τον Ρουβίκωνά του, διδασκόμενος πώς να σκύβει το κεφάλι και να φυλάγεται για να ξανασηκωθεί. Νικηφόρα; Πληρώνοντας αυτόν που τον γονάτισε, με τα όπλα ή τις κλειδώσεις του; Μικρή σημασία έχει καθώς, παλιός πρωταγωνιστής του project και νυν executive producer του OST, ο Slim Shady κάνει κομμάτια κι αυτός το επιστόμιό του, «φτιάχνοντας» την κερκίδα μ’ ένα rap-ισμα στο μοντάζ training των δύο θεριών προ της make or break συνάντησης. «Phenomenal» βροντάνε τα ηχεία του γηπέδου. Μπα, καθόλου. Για τη μονέδα με το γάντι κι ένα δάκρυ, θα έλεγα εγώ…