ΟΙ ΝΑΥΑΓΟΙ (2023)
(SOUDAIN SEULS)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματική Περιπέτεια
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τομά Μπιντεγκέν
- ΚΑΣΤ: Ζιλ Λελούς, Μελανί Τιερί
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 113'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ
Παντρεμένο ζευγάρι που ταξιδεύει με σκάφος στον Ειρηνικό Ωκεανό, ξεμένει σε ακατοίκητο νησάκι στ’ ανοιχτά της Γης του Πυρός. Δίχως να περιμένει βοήθεια από κανέναν και χωρίς μέσο διαφυγής, ο Μπεν και η Λορά οφείλουν να επιβιώσουν μόνοι τους εκεί, στην «άκρη του κόσμου».
Κατά κύριο λόγο σεναριογράφος, με σπουδαιότερό του παράσημο τη μόνιμη σχεδόν συνεργασία με τον σκηνοθέτη Ζακ Οντιάρ, ο Τομά Μπιντεγκέν περνά για δεύτερη φορά πίσω από την κάμερα, έπειτα από το συμπαθέστατο (προ δέκα ετών περίπου) ντεμπούτο του, τους «Cowboys» (2015). Τούτοι «Οι Ναυαγοί» ανήκουν στην πρόσφατη κατηγορία των ταινιών επιβίωσης, τύπου «Arctic» (2019) ή «Όλα Χάθηκαν» (2013), ρίχνοντας ματιές προς την περίπτωση του (ευτυχώς αδιανέμητου στη χώρα μας) «The Mountain Between Us» (2017). Ως αποτέλεσμα, κινείται πιο κοντά στα δύο πρώτα και όχι προς το τραγελαφικό τρίτο, αν και το στόρι διατηρεί μια πτυχή εκείνου.
Από τη στιγμή που οι Μπεν και Λορά μένουν αποκλεισμένοι στο νησάκι, όντας (πλέον) βέβαιοι πως ελπίδα άμεσης διάσωσης δεν υπάρχει καμία, γίνεται φανερό πως οι δυο τους αντιμετώπιζαν σοβαρά προβλήματα στον γάμο τους, με το θαλάσσιο ταξίδι ν’ αποτελούσε (ενδεχομένως) μία απόπειρα επίλυσής τους. Καθώς η σφοδρή καταιγίδα εξαφανίζει το σκάφος τους, η γλώσσα και των δύο αρχίζει σιγά-σιγά να λύνεται, φέρνοντας στην επιφάνεια όλα εκείνα τα λάθη εξαιτίας των οποίων η σχέση τους είχε βυθιστεί σε τέλμα. Το παρελθόν, οι αγωνίες τους (επαγγελματικές και προσωπικές), αλλά και οι ζωές τους επί το γενικότερο, τίθενται υπό το σεναριακό μικροσκόπιο, κινούμενες σε άμεση συνάρτηση με την προσπάθεια επιβίωσης τους σ’ ένα εντελώς αφιλόξενο περιβάλλον.
Αφού το φλέγον ζήτημα νερού και φαγητού έχει κατά κάποιο τρόπο λυθεί (το πρώτο είναι εύκολο λόγω των αμέτρητων παγόβουνων, το δεύτερο ελαφρώς συζητήσιμο), κάπου μοιάζει πως όλη αυτή η παρελθοντολογική ενδοσκόπηση του πρώτου μέρους δεν ταιριάζει με το όλο κλίμα της αβεβαιότητας, τόσο για το σήμερα, όσο και το πολύ άμεσο μέλλον. Ο χειμώνας έρχεται οσονούπω, η εγκαταλελειμμένη καλύβα των φαλαινοθήρων δεν δείχνει να είναι και η καλύτερη προοπτική διαβίωσης, όμως, παρ’ όλα αυτά υπάρχει όρεξη για ανάλυση απιστιών από τα παλιά, που ως συνθήκη ουδεμία χειροπιαστή βοήθεια μπορεί να προσφέρει, πέραν μιας κυκλοθυμικής αισθηματικής έντασης, ως γνήσιο δείγμα… γαλλικής παραγωγής. Σε αυτό το τελευταίο οφείλουμε να καταλογίσουμε και την αναληθοφανή λεπτομέρεια της μη απώλειας βάρους των δύο πρωταγωνιστών, όπως θα ήταν λογικό έπειτα από τέτοια πολύμηνη αναγκαστική… νηστεία. Άλλες οι δυνατότητες του Χόλιγουντ, όπου «Ο Ναυαγός» (2000) μπορούσε να διακόψει για μήνες τα γυρίσματα ώστε ο Τομ Χανκς να επιστρέψει αποστεωμένος με μούσια και μαλλούρα, και άλλο το… πτωχό πλην τίμιο ευρωπαϊκό σινεμά.
Όταν στο δεύτερο μισό της διάρκειας και χάρη σε μία όλα ή τίποτα απόφαση της Λορά η ταινία αποκτά τον αέρα ενός κατεξοχήν φιλμ περιπετειώδους επιβίωσης, τα πάντα γίνονται πιο ξεκάθαρα και πιθανά, ειδικά τα χειρότερα! Το στόρι αποκτά μία αφοπλιστική αμεσότητα, ξεπληρώνοντας το σερί κακών αποφάσεων που αμφότεροι οι Μπεν και Λορά είχαν πάρει προηγουμένως, μέσα στην απελπισία τους. Η εξέλιξη του δράματος είναι τέτοια που φέρνει τον θεατή σε θέση να νοιάζεται για τη σωτηρία όχι μόνο των δύο ηρώων, αλλά ακόμα και της (ολοφάνερα) διαλυμένης σχέσης τους. Οι χιονισμένοι ορεινοί όγκοι της Ισλανδίας (η οποία ποζάρει για… Παταγονία!) χαρίζουν στιγμές απαράμιλλης ομορφιάς, αλλά και γνήσιας αγωνίας για ένα ανακουφιστικό, αίσιο τέλος, μετατρέποντας αμετάκλητα ένα εκ πρώτης όψεως ειδυλλιακό ταξίδι σε παρτίδα ζωής ή θανάτου, με τελικό έπαθλο τη γνήσια συντροφική αγάπη.