FreeCinema

Follow us

ΤΑ ΣΤΡΟΥΜΦΑΚΙΑ: ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΧΩΡΙΟ (2017)

(SMURFS: THE LOST VILLAGE)

  • ΕΙΔΟΣ: Animation
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Κέλι Άσμπερι
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 89'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD

Χάρτης και μυστηριωδώς αλλιώτικο από τα δικά τους σκουφάκι θα εξιτάρουν Στρουμφίτα, Σπιρτούλη, Σκουντούφλη και Προκόπη να βγουν από το χωριό τους και να μπλέξουν ποικιλοτρόπως στο Απαγορευμένο Δάσος. Ο Δρακουμέλ και η Ψιψινέλ είναι μανιωδώς στο κατόπι τους. Ο γηραιότερος των mini γαλάζιων θα σπεύσει στο πλάι των προστατευομένων του. Τι θα βρουν σε άγνωστη πολιτεία (και μέσα τους);

Χρειάστηκε να επιστρέψει στην πηγή που η ίδια κόντεψε να οδηγήσει στο live action στέρεμα με τα «Στρουμφάκια» και «Στρουμφάκια 2» για να βρει κάτι από το the stuff that dreams are made of της εμψύχωσης η Sony. Εν τούτοις, και αν το παραμύθι που πουλάει αυτή τη φορά τιμά παρά προσβάλλει την καρτουνίστικη κληρονομιά του πατέρα τους, του Πεγιό, ενώ και οι γονείς θα παρκάρουν άνετα τα βλαστάρια τους για μιάμιση ώρα (γυρίζοντας ενδεχομένως κι οι ίδιοι πίσω στην παιδική ηλικία τους, ιδιαίτερα αν έχουν οικειότητα με τον κόσμο των μπλε ανθρωπακίων του Βέλγου κομίστα), το… προϊόν είναι αυτό που θα περίμενε κανείς από τον artist που προήχθη πρώτα σε συνδημιουργό των όχι εντυπωσιακών «Spirit: Το Άγριο Άλογο» και «Shrek 2» και κατόπιν σε σκηνοθέτη με το υποφερτά άνισο «Ζουμπαίος και Ιουλιέτα», υπάκουο στις εμπνεύσεις (τρόπος του λέγειν μόνο, δυστυχώς) της Πάμελα Ρίμπον, μίας από τις οκτώ (!) πένες του «Βαϊάνα».

Φταίει, ορατά, το ότι δεν τόλμησαν ούτε να εκσυγχρονίσουν τη μυθολογία ούτε να χτίσουν δραματουργικά σοβαρά πάνω στην ψυχολογία της απλουστευτικής πινακοθήκης τού Βαλλόνου σκιτσογράφου. Μια πασχαλίτσα-pet ανάμεσα σε έξυπνο κινητό και Polaroid θα παραπέμψει αυτοστιγμεί στο πρώτο τους μικρούς και στο δεύτερο τους μεγάλους αλλά είναι ανεξήγητα, και αμήχανα σε δύο γκαγκ, η μοναδική χαριτωμενιά- μοντερνιά σε μια περιπέτεια το τυπολόγιο της οποίας αναπαράγεται άνευ αξιώσεων πατώντας στα χνάρια του μοντέλου των παλιών ιστοριών της original τηλεσειράς, σ’ έναν βαθμό όπως το περιέπλεξαν οι χολιγουντιανές αναβιώσεις τους καθώς κυρίως απ’ τη δεύτερη εξ αυτών ανασύρεται εκ νέου το issue τού είναι της Στρουμφίτας.

Ούτε η Ρίμπον ούτε η έτερη σεναριογράφος, η Στέισι Χάρμαν του θνησιγενούς serial «The Goldbergs», αρκούν για ή τους επιτρέπεται στουντιακά να διανθίσουν τις καταστάσεις (που, το χειρότερο, σε συνδυασμό με τον διάκοσμο θυμίζουν «Τίνκερμπελ: Το Μυστικό των Νεραϊδοφτερών»), καθώς οι ήρωες μονοδιάστατα άγονται και φέρονται καθείς εφ’ ω ετάχθη από τα γνωρίσματά του, ακόμη κι αν αντιφάσεις σ’ αυτά κατ’ ουσίαν ακυρώνουν μέχρι και περσόνες ολάκερες. Είναι δυνατόν ο μοχθηρός μάγιστρος να μη λανθάνει ποτέ στα παντοδύναμα φίλτρα που φτιάχνει στο πιτς φιτίλι αλλά να καραφλιάζει με την εν γένει βλακεία του την τετραπέρατη γάτα που τον συντροφεύει μπλαζέ στις γκάφες του (και την οποία η υπόθεση εξαφανίζει βάζοντάς την στον πάγκο σχεδόν σε ολόκληρο το δεύτερο μέρος); Στα χρόνια του Πεγιό, ναι. Στο πιο ξεπεταγμένο, ανήλικο ή ενήλικο κοινό της εποχής μας, με το ζόρι – εκτός κι αν το χιούμορ επικυρώνει το γκάου της σύμβασης.

Έχουν αυτά τα Στρουμφάκια το χιούμορ που χρειάζεται; Pas vraiment, απλώς δεν θα μετράς τις κρυάδες όπως στους zeroes προκατόχους τους. Ξενίζει, όμως, το τρέξιμο ενός φεγγαρολάγουδου που επενδύεται ηχητικά από χλιμίντρισμα (ούτε στην «Πανικούπολη» να ήμασταν…) ή το άβολο μείγμα ιδιολέκτων προς σκιαγράφηση των ιδιαιτεροτήτων των χαρακτήρων και προς πρόκληση θυμηδίας («Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον» και το «Μόρτισσα, εσύ κάνε μόκο!» λίγο αργότερα κάνουν μπαμ), προτού η ανεξήγητη… αναζωογόνηση του πιο αμφιλεγόμενου προσώπου στο μη παρέκει της πλοκής ρίξει περαιτέρω το IQ της και αφού δύο-τρεις μη ηθοποιοί στη σύνολα ικανοποιητική μεταγλώττιση στερήσουν από τις ιδανικές αποχρώσεις το doublage.

Η συναισθηματική νοημοσύνη και το feel τού Άσμπερι για το θέαμα και το σύμπαν στο οποίο αυτό θα «τρέξει», ευτυχώς, υφίστανται πάντα αισθητά. Ένα σερφάρισμα στο δάσος μάς μπάζει στις αδρεναλινούχες «φάσεις», που χτυπάνε tilt με την κινδυνώδη τρόικα καταδίωξη-σχοινόξυλο-όρνιο, προτού φιλιά και γροθιές από μπουμπούκια, ένας χορός από δρακόμυγες, ένα λαγούμι και μια κούρσα με τους ενοίκους του, μια κόντρα με σχεδίες – φύλλα, γαβρόψαρα – πιράνχα, μια συνεδρία spa με κάβουρα για λίμα και μασάζ από σαρανταποδαρούσα, πυγολαμπίδες – glowsticks, οι παγόμπαλες του μαυροφορεμένου κακιασμένου και μια συγκινητική κύκλια κηδεία μετά τη θυσία του ατόμου που θα επικυρώσει το μεγαλείο της ομαδικότητας και της αγάπης βγάζουν μάτια, με το περιβαλλόντων και character design να σέβεται την αισθητική του Ευρωπαίου σχεδιαστή το μυαλό του οποίου γέννησε τα όντα, που σ’ αυτόν τον νέο βίο που τους χάρισε το ψηφιακό πενάκι απλώς εξασφαλίζουν μια πίστωση χρόνου να διεκδικήσουν στο μέλλον την toon αθανασία τους και στη μεγάλη οθόνη. Ελπίζω τότε το passepartout φινάλε όρχησης τη συνοδεία party μουσικής να είναι αυτό που θα έχει εκλείψει πλήρως και όχι η φεμινιστική γραμμή, που εδώ έδειχνε ότι υποσχόταν αβέρτα το κλου tribal ανακάλυψης του δεύτερου μέρους, ή το 3D που η δυσδιάστατη δημοσιογραφική προβολή δεν μας επέτρεψε να διαπιστώσουμε αν και τι προσθέτει. (Το ιδανικό) είναι μακριά ακόμα, Μπαμπαστρούμφ;

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Ανώτερο των πρόσφατων hit που ξέρεις αλλά υπολειπόμενο του επιθυμητού. Τα νιάνιαρα θα χαρούν κολορισμό και πατιρντί. Οι κηδεμόνες εφόσον θυμούνται τα παλιά θα γιατρέψουν τη νοσταλγία τους, εφόσον όχι θα δοκιμαστούν στα πιο παιδαριώδους λογικής ή τετριμμένα «σκηνικά». Οι φανατικοί του κινούμενου θα εκτιμήσουν το σέβας στην τεχνοτροπία & τις ντιρεκτίβες του Πεγιό μαζί με ατραξιόν δράσης και εικαστικών, αλλά θα εντοπίσουν τα δάνεια και θα το βρουν κατώτερο των υποδειγμάτων του είδους. Αν δεν πας το genre, είσαι ο Γκρινιάρης μας.


MORE REVIEWS

ΑΓΡΙΑ ΦΥΣΗ

Ολιγοήμερο ταξίδι εταιρικού bonding σε απομονωμένο hiking retreat αυστραλέζικου εθνικού πάρκου καταλήγει σε θρίλερ, με την εξαφάνιση μιας γυναίκας η οποία (διόλου συμπτωματικά;) λειτουργούσε ως πληροφοριοδότης για λογαριασμό ομοσπονδιακών πρακτόρων. Υπάρχει χρόνος για να βρεθεί ζωντανή ή μήπως πρόκειται για ένα καλοστημένο σχέδιο δολοφονίας;

ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΔΕΣΜΟΣ

Στο μεγάλο «πουθενά» του Νέου Μεξικού, κάπου στα ‘80s, η Λου, επιστάτρια ενός βουτηγμένου στην τεστοστερόνη γυμναστηρίου, θα ερωτευθεί την Τζάκι, μια bodybuilder περαστική από τα μέρη εκείνα, που δεν έχει στον ήλιο μοίρα, μα ονειρεύεται περισσότερα μούσκουλα και δόξα. Γύρω τους, όμως, συγκεντρώνονται αρκετά… πτώματα και χρέη παλιά κι αλύτρωτα.

ΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΡΟΜΟ

Όταν έπειτα από έλεγχο αλκοτέστ του αφαιρείται το δίπλωμα οδήγησης, ο Μαρκ οφείλει να περάσει από μια σειρά ιατρικών και ψυχολογικών σεμιναρίων αξιολόγησης, εάν επιθυμεί να το πάρει ξανά πίσω. Το αληθινό πρόβλημα του Μαρκ, όμως, δεν είναι η προσωρινή απώλεια του διπλώματός του, αλλά η μη συνειδητοποίηση της κατάστασης την οποία βιώνει ως… αλκοολικός.

ΕΓΩ, ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ

Δύο έφηβα αγόρια ξεκινούν από το Ντακάρ της Σενεγάλης κυνηγώντας το όνειρο της καλύτερης ζωής στην Ευρώπη. Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιταλία, να εύχεσαι να μην είναι μακρύς ο δρόμος.

ΣΤΟ ΠΟΤΑΜΟΠΛΟΙΟ

Η καθημερινότητα στο πλωτό κέντρο φροντίδας πασχόντων από ψυχικές διαταραχές «Adamant», το οποίο βρίσκεται δεμένο σε προβλήτα του Σηκουάνα στο Παρίσι.