SMILE 2 (2024)
(SMILE 2)
- ΕΙΔΟΣ: Τρόμου
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Πάρκερ Φιν
- ΚΑΣΤ: Ναόμι Σκοτ, Ρόζμαρι ΝτεΓουίτ, Ντίλαν Γκελούλα, Μάιλς Γκουτιέρεζ-Ράιλι, Λούκας Γκέιτζ, Ρέι Νίκολσον, Ραούλ Καστίγιο, Κάιλ Γκόλνερ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 127'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Κατόπιν τραγικού τροχαίου και περιόδου απεξάρτησης, η pop star Σκάι Ράιλι επιστρέφει ξανά στις βαριές επαγγελματικές της υποχρεώσεις και μια επερχόμενη live tour η οποία μπορεί και να μην προκύψει διότι την καταλαμβάνει εκείνη η… χαμογελαστή υπερφυσική δύναμη. Θα προλάβει να την «πασάρει» κάπου αλλού, πριν τη «χαροποιήσει» η ιδέα της αυτοχειρίας;
Το εισπρακτικό φαινόμενο του «Χαμογέλα» (2022) προφανώς και θα είχε συνέχεια, όμως, εδώ εκτός από την «κατάρα» που στοιχειώνει την πλοκή υφίσταται και η πιο στερεοτυπική κατάρα του Χόλιγουντ: το sequel είναι κατώτερο του (ευρηματικού) πρωτότυπου.
Με μια ιστορία η οποία μπορεί να μας δώσει… αμέτρητες συνέχειες, καθώς οι «ξενιστές» της δύναμης του Κακού μπορούν να είναι άπειροι σε αριθμό, ο Πάρκερ Φιν κάνει την πιο λάθος επιλογή: γυρίζει… μία από τα ίδια. Αρχικά, το concept έχει ενδιαφέρον, καθώς τούτη τη φορά η κεντρική ηρωίδα επαγγέλλεται κάτι που της επιβάλλει να είναι διαρκώς με… το χαμόγελο στο στόμα. Η ειρωνεία της επιλογής μιας pop star για πρωταγωνίστρια του «Smile 2» και υποσχόμενη είναι και μπόλικο ζουμί… διέθετε ως ιδέα για κριτική στην πλαστή εικόνα και τον κόσμο του star system (της δισκογραφίας στην προκειμένη). Το σενάριο, όμως, δεν είναι το δυνατό σημείο του Φιν, ο οποίος εδώ κορδώνεται αδικαιολόγητα πολύ ως σκηνοθέτης (το εισαγωγικό μονοπλάνο… «φωνάζει»!), εξαιτίας της τεράστιας επιτυχίας του πρώτου φιλμ, με αποτέλεσμα ν’ αφήνει το όποιο υπόβαθρο ανάγνωσης του περιεχομένου να θυσιάζεται στον βωμό της επιδειξιομανίας (οπτικά και μόνο) και των jumpscares (σε βαθμό πλήξης!).
Η virtuosité της αρχικής σεκάνς μαρτυρά το πόσο έχουν πάρει αέρα τα μυαλά του σκηνοθέτη Φιν, ο οποίος ενίοτε δίνει την αίσθηση πως φλερτάρει μέχρι και με το… art-house (η χορογραφημένη σκηνή της ομαδικής επίθεσης στο διαμέρισμα της Σκάι, για παράδειγμα), αλλά (δυστυχώς) αδυνατεί να συνειδητοποιήσει ποια είναι η αληθινή (σεναριακή) δύναμη στη φιλμική αφήγηση, αφήνοντας το στόρι να πελαγοδρομεί ανάμεσα σε plot twists απιθανοτήτων και φινάλε… δίχως τέλος (βασικά, δεν πρόλαβα να μετρήσω πόσα θα μπορούσε να έχει, μέχρι να εμφανιστούν τα end credits). Ανίκανος να τιθασεύσει και τη διάρκεια της ταινίας, ο Φιν ναρκισσεύεται απέναντι στα πλάνα του, (ευτυχώς) χωρίς να ξεχνά το ρητό του «give the people what they want». Το (για το πιο «παρθένο» κοινό των multiplex) σοκαριστικά αιματηρό gore θα σκορπίσει κέφι και… χαρά στους πιο αγριεμένους θιασώτες του genre, αν και αυτοί σίγουρα δεν πρόκειται να βιώσουν άλλου είδους ικανοποίηση εδώ.
Η Ναόμι Σκοτ σηκώνει επάξια το έργο στους ώμους της ως scream queen (κι ας μην είναι μια καινούργια Μία Γκοθ), το τελευταίο πλάνο προκαλεί ένα ύπουλο μειδίαμα και το τρίτο μέρος θα βρίσκεται ήδη στα σκαριά (ασχέτως ανακοίνωσης ή όχι από το studio της Paramount), καθότι τα ταμεία είναι εκείνα που φέρνουν το μεγαλύτερο… χαμόγελο. Εμένα… μου κόπηκε λίγο αυτή τη φορά. Και μάλλον με… κοψοχολιάζει η ιδέα της συνέχειας. Είτε είναι sequel, είτε είναι prequel. Που θα το κάνουν κι αυτό, όταν θα έχουμε γκώσει από τα τόσα… «Smile»(s).