Η ΓΕΥΣΗ ΤΗΣ ΑΠΙΣΤΙΑΣ (2021)
(SMAGEN AF SULT)
- ΕΙΔΟΣ: Αισθηματικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Κρίστοφερ Μπόε
- ΚΑΣΤ: Νίκολαϊ Κόστερ-Βάλνταου, Κατρίν Γκρέις-Ρόζενθαλ, Τσάρλι Γκούσταφσον, Φλόρα Αουγκούστα, Νίκολας Μπρο
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 104'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ROSEBUD.21
Ένα φτασμένο επαγγελματικά ζευγάρι θα καταλήξει να θυσιάσει (σχεδόν) τα πάντα στον δρόμο για την υπέρτατη κορυφή: το πολυπόθητο αστέρι Michelin.
Αν κάποιος αποφάσιζε να παρακολουθήσει τούτη την ταινία βασισμένος αποκλειστικά και μόνο στην international αφίσα της, σίγουρα θα κατέληγε στο συμπέρασμα πως πρόκειται για το δανέζικο remake του «Επικίνδυνες Μαγειρικές» (2010), κάτι που δεν απέχει και πάρα πολύ από την πραγματικότητα, αν και με πολύ λιγότερες «πατάτες να τις πιείς στο ποτήρι». Ευτυχώς. Το φιλμ του Κρίστοφερ Μπόε είναι ένα σχεσιακό δράμα, πασπαλισμένο με extra δόσεις αλατοπίπερου και λοιπών μπαχαρικών, αν και δεν είναι σίγουρο πως θα καταφέρει ν’ αποτελέσει το ιδανικό «κυρίως πιάτο» σε μια καλοκαιρινή εβδομάδα που… φλέγεται (#diplhs), με τους τους περισσότερους να ετοιμάζονται για τις θερινές τους διακοπές.
Ο Κάρστεν (Βάλνταου) είναι ένας φιλόδοξος chef που ονειρεύεται ν’ ανοίξει κάποια στιγμή στη ζωή του το δικό του εστιατόριο και να κερδίσει, φυσικά, την υπέρτατη καταξίωση μ’ ένα αστέρι Michelin. Η Μάγκι (Ρόζενθαλ) είναι μια γοητευτική γυναίκα που ζητά τα πάντα από τη ζωή: έναν επιτυχημένο γάμο, πάθος, μια λαμπρή καριέρα και παιδιά. Η γνωριμία τους θα είναι τυχαία και μοιραία, οι δυο τους θα αποτελέσουν ένα από τα πιο επιτυχημένα ζευγάρια της δανέζικης γαστρονομικής σκηνής, με έναν γάμο ζηλευτό, δυο υπέροχα παιδιά και μια καριέρα που βρίσκεται σε άνοδο. Όλα αυτά μέχρι τη στιγμή που ένα «αστέρι» θα φέρει τα πάνω-κάτω στην τέλεια «βιτρίνα» της κοινής τους ζωής, βγάζοντας στο φως καλά κρυμμένα μυστικά τα οποία θα διαταράξουν ανεπανόρθωτα την εικόνα της άψογης οικογένειας.
Η αλήθεια είναι πως ο Τομπίας Λίντχολμ μας έχει συνηθίσει σε πιο ενδιαφέροντα θέματα, θες «Το Κυνήγι» (2012), θες το πρόσφατο «Άσπρο Πάτο» (2020), σίγουρα όμως όχι σε τόσο… ας πούμε συζυγικές μελούρες, όπως αυτό που συμβαίνει στην περίπτωση του «Η Γεύση της Αμαρτίας», όπου συνυπογράφει το σενάριο μαζί με τον Κρίστοφερ Μπόε. Αν παρακολουθείς συχνά το εν λόγω είδος, τούτο εδώ το φιλμ δεν έχει κάτι το ουσιαστικό να σου προσφέρει, ιδιαίτερα από τη στιγμή που και η ελληνική μετάφραση του τίτλου δεν αφήνει και πολλά περιθώρια σκέψης ως προς το τι συμβαίνει ανάμεσα στο ζευγάρι, το οποίο οδηγείται στην αναπόφευκτη σεναριακή ρήξη και τα λοιπά παρελκόμενα. Τουλάχιστον σε επίπεδο πλοκής υπάρχουν κάποιες στοιχειώδεις ιδέες, κυρίως σε ό,τι αφορά τον ρόλο των παιδιών, αλλά κι αυτές είναι λίγες και συγκρατημένες, δεδομένου πως στην μεγαλύτερη διάρκειά της η ταινία ακολουθεί τον παραδοσιακό μπούσουλα αυτού δραματικού genre που θέλει την «τέλεια» οικογένεια ν’ αποδομείται επί της μεγάλης οθόνης, μέχρι όλοι να πάρουν το μάθημά τους και κανείς να μην θεωρήσει ξανά κανέναν δεδομένο.
Δεν ξέρω τι ενδιαφέρον θα μπορούσε να βρει ένας θεατής εδώ, πέρα από το περιβάλλον του gourmet φαγητού και της… λύσσας για επαγγελματική καταξίωση, αφού επί της ουσίας πρόκειται για πράγματα που έχουμε δει ξανά και ξανά – μια επανάληψη στερεότυπων και δοκιμασμένων κλισέ, εδώ απλά σερβιρισμένα με το… μαγειρικό γάντι. Εάν είσαι υποψιασμένος, ξέρεις επακριβώς πως θα εξελιχτεί το δράμα, ακόμα και το ποιοι είναι αυτοί που θα το δημιουργήσουν και κάτω από ποιες συνθήκες. Ναι, σίγουρα πρόκειται για μια σεβαστή παραγωγή, με μερικές αξιοπρεπείς ερμηνείες, αλλά, ειλικρινά, για ποιον λόγο η ελληνική διανομή θεώρησε πως (και) αυτή η ταινία έπρεπε διακαώς να έρθει στη χώρα μας; Για να μάθουμε πως γίνεται ένα «αποδομημένο» πιάτο ή μήπως για το σωστό τρόπο σερβιρίσματος στρειδιών πάνω σε ξηρό πάγο; Αν θέλαμε να τα μάθουμε αυτά (που από τηλεόρασης τα έχουμε μάθει ήδη, δηλαδή), υπάρχει και το «MasterChef», ευχαριστούμε πολύ.