ΟΥΡΑΝΟΞΥΣΤΗΣ (2018)
(SKYSCRAPER)
- ΕΙΔΟΣ: Περιπέτεια Δράσης
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ρόσον Μάρσαλ Θέρμπερ
- ΚΑΣΤ: Ντουέιν Τζόνσον, Νεβ Κάμπελ, Τσιν Χαν, Ρόλαντ Μόλερ, Νόα Τέιλορ, Μπάιρον Μαν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 102'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: UIP
Πρώην επικεφαλής ομάδας διάσωσης ομήρων του FBI, μετά την αποτυχία της τελευταίας του αποστολής, διευθύνει πλέον μικρή εταιρεία συστημάτων ασφαλείας. Η ανάληψη έργου φύλαξης και προστασίας του ψηλότερου ουρανοξύστη του κόσμου στο Χονγκ Κονγκ είναι δουλειά ζωής γι’ αυτόν και την οικογένειά του. Η φωτιά που ξεσπά στο κτίριο, όμως, απειλεί τις ζωές όλων, με τον ίδιο να κάνει το παν για να σώσει γυναίκα και παιδιά, αλλά και να «καθαρίσει» το όνομά του.
Είχαμε αφήσει λίγους μόλις μήνες πριν τον Ντουέιν Τζόνσον να βολοδέρνει κάπου στο «Απόλυτο Χάος» του Σικάγου, προσπαθώντας να τα φέρει βόλτα με κάτι υπερφυσικού μεγέθους άγρια θηρία που απειλούσαν θεούς και δαίμονες. Επρόκειτο για τη μακράν χειρότερη ταινία τού συμπαθούς πρώην παλαιστή που κάποτε έκανε καριέρα στα ring με το παρατσούκλι The Rock, από αυτές που γύρισε τουλάχιστον από τη στιγμή που έγινε μέλος τoυ franchise των «Fast & Furious» κι έπειτα (από το «Fast Five» του 2011, δηλαδή). Η καλύτερή του, πέραν των (ασυζητητί εκτός συναγωνισμού) φιλμ με τους λοιπούς «Μαχητές των Δρόμων» είναι η περιπέτεια καταστροφής «San Andreas: Επικίνδυνο Ρήγμα» (2015), με τούτη εδώ να φιλοδοξεί να επαναλάβει τον επιτυχημένο φόρο τιμής στο σχετικό είδος καταστροφής, αντικαθιστώντας απλά τους σεισμούς με τους ουρανοξύστες.
Κατά τα φαινόμενα, λοιπόν, έχουμε να κάνουμε με μια σύγχρονη εκδοχή του «Πύργου της Κολάσεως» (1974), ουσιαστικά όμως αυτό που γευόμαστε είναι ένα πιάτο το οποίο αποτελείται από μικρές δόσεις της τεράστιας εισπρακτικής επιτυχίας της δεκαετίας του ‘70, με ισχυρότερο συστατικό της συνταγής να είναι το «Πολύ Σκληρός για να Πεθάνει» (1988), γεγονός που απομακρύνει αισθητά το φιλμ από το genre των disaster movies. Κάποια επί μέρους κλισέ στοιχεία του είδους υπάρχουν εδώ, με πρώτο απ’ όλα την αδιαφιλονίκητη… ανοησία του σεναρίου, καθώς και το οικογενειακού τύπου melo. Ενώ τριγύρω γίνεται ο κακός χαμός (το μικρό αγόρι πάσχει από άσθμα, όχι ό,τι καλύτερο σε συνθήκες πυρκαγιάς), όμως, είναι οι κώδικες της action περιπέτειας εκείνοι που κυριαρχούν, τελικά.
Η εναρκτήρια σεκάνς βάζει τις βάσεις του τραύματος που κουβαλά ο ήρωας σε όλο το υπόλοιπο της πλοκής, με έναν τρόπο που αποτελεί τυφλοσούρτη πια για τις χολιγουντιανές παραγωγές. Στο περίπου ανάλογης εξέλιξης «Βαρομετρικό Χαμηλό» (1993), λόγου χάρη, ήταν η ανάγκη άμεσης λήψης μιας απόφασης εν μέσω κινδύνου πτώσης από γκρεμό που οδηγεί στην ψυχολογική κατάρρευση του ήρωα, ενώ εδώ είναι η αντίστοιχη σε καθεστώς ομηρίας, που αφήνει τον Γουίλ Σόγερ εκτός υπηρεσίας του FBI και ακόμα χειρότερα με «ενθύμιο» ένα προσθετικό πόδι, ως αποτέλεσμα της λανθασμένης θεώρησης των πραγμάτων εκ μέρους του. Δέκα χρόνια αργότερα, έχει καταφέρει να βάλει τη ζωή του σε μια τάξη, καθώς παντρεμένος πλέον και με δύο παιδιά βρίσκεται οικογενειακώς στο Χονγκ Κονγκ με την ελπίδα να αναλάβει την εγκατάσταση του συστήματος ασφαλείας στον ουρανοξύστη Pearl, ύψους 1.067 μέτρων! Όταν μετά τη συνάντησή του με τον ζάμπλουτο Κινέζο ιδιοκτήτη του κτηρίου η δουλειά «κλείνει», η φωτιά που ξεσπά στον 96ο όροφο καθιστά αφενός τον ίδιο ύποπτο του εμπρησμού (καθώς είναι ο μόνος με πρόσβαση στις όποιες λειτουργίες ασφάλειας), αφετέρου θέτει σε κίνδυνο την οικογένειά του.
Ένα φίλος από τα παλιά, ο οποίος δίνει (υποτίθεται) στον Γουίλ την ευκαιρία της ζωής του ενώ κάνει μπαμ από χιλιόμετρα πως του την έχει στήσει) και μια χούφτα μανιασμένοι commando που πυροδοτούν στην κυριολεξία το σχέδιο καταστροφής τού μεγιστάνα Ζάο, ενώ τα έχουν υπολογίσει όλα με ακρίβεια, δεν έχουν μετρήσει τον παράγοντα Σόγερ και το μέχρι πού είναι διατεθειμένος να φτάσει για να σώσει τα παιδιά του. Το γεγονός πως ο απώτερος στόχος των κακών δεν συμβαδίζει με τίποτα με το μέγεθος του ολέθρου που έχουν εκπονήσει (θα μπορούσαν μάλλον εύκολα να έχουν βρει κάτι πολύ πιο απλό, προκειμένου να επιτύχουν τον σκοπό τους) επιβεβαιώνει τα περί σεναριακής ανοησίας που αναφέραμε πιο πάνω, τα αδιανόητα που συμβαίνουν, όμως, είναι εκ των προτέρων αναμενόμενα γι’ αυτού του είδους τις ταινίες.
Ουδεμία έκπληξη, λοιπόν, όταν ο πάτερ φαμίλιας Τζόνσον σκαρφαλώνει σε γερανό για να πηδήξει… εντός τού φλεγόμενου κτηρίου, με την αστυνομία να ανοίγει και πυρ εναντίον του ή όταν με μοναδικά του όπλα ένα ρολό μονωτικής ταινίας και το… προσθετικό πόδι του (που με έναν μαγικό τρόπο λειτουργεί υπέρ του αντί να αποτελεί ασύγκριτο μειονέκτημα), βγαίνει για βόλτα εκτός του ουρανοξύστη σε στυλ Ίθαν Χαντ στην «Επικίνδυνη Αποστολή: Πρωτόκολλο Φάντασμα» (2011), με το χάος τού ύψους να χάσκει αμέτρητο από κάτω του. Η (σχετική) έκπληξη έρχεται μέσω της εξελιγμένης σε πιο hi-tech μονοπάτια αναφοράς στην κλασική σκηνή με τους καθρέφτες της «Κυρίας απ’ τη Σαγκάη» (1947), σε μια κλιμάκωση που είναι ίσως λιγότερο συναρπαστική μπροστά σε όσα έχουν προηγηθεί, υστερώντας ακόμα και στον τομέα του σαρκασμού.
Όπως συμβαίνει τις περισσότερες φορές στις ταινίες του, ο Τζόνσον όχι μόνο σηκώνει όλο το φιλμ στις γερές του πλάτες, αλλά πετυχαίνει να κερδίσει και τη συμπάθεια του θεατή, πλάθοντας έναν χαρακτήρα που νιώθεις πως στ’ αλήθεια νοιάζεται να σώσει την οικογένειά του με κάθε πιθανό τρόπο, κι ας μην ακολουθεί τον κατά κανόνα πιο ενδεδειγμένο ή έστω πιο πιθανό ώστε να πετύχει! Ο ίδιος αποτελεί το μεγαλύτερο θέαμα του «Ουρανοξύστη», υπερτερώντας συχνά ακόμη και των πύρινων εφέ, με όλους τους υπόλοιπους χαρακτήρες να χάνονται σε μια μεγαλύτερη ή μικρότερη γραφικότητα (προεξάρχοντος του καρατερίστα Νόα Τέιλορ σε ρόλο διπρόσωπου δεξιού χεριού του Ζάο, ο οποίος κερδίζει με άνεση κάθε σχετικό βραβείο). Μόνη εξαίρεση αποτελεί αυτός της Νεβ Κάμπελ, η οποία δεν περιορίζεται στα τυπικά μιας αβοήθητης συζύγου ευρισκόμενης σε θανάσιμο κίνδυνο, αλλά παίρνει τον χρόνο της για να φτιάξει ένα κάποιο υπόβαθρο στη σχέση της με τον Γουίλ (μην φανταστείτε και τίποτα μπεργκμανικά βάθη, ένα κάποιο είπαμε…), ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί ν’ ανοίξει τα μάτια τής αστυνομίας σε ό,τι έχει να κάνει με την πλεκτάνη που κάποιοι έχουν στήσει στον άντρα της. Άμα λάχει, δε, ρίχνει και καμιά κλωτσιά, διότι μπορεί να επαγγέλλεται χειρουργός, αλλά με τον Rock στο πλάι σου όλο και κάποια κόλπα στο ξυλίκι μπορείς να διδαχτείς.