SISU (2023)
- ΕΙΔΟΣ: Πολεμική Περιπέτεια
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζαλμάρι Χελάντερ
- ΚΑΣΤ: Τζόρμα Τομίλα, Άκσελ Χένι, Τζακ Ντούλαν, Μιμόσα Γουιλάμο, Όνι Τομίλα, Τάτου Σινισάλο
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 91'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Στα τέλη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, στα βόρεια της Φινλανδίας, ομάδα ηττημένων Ναζί που τρέπεται σε φυγή διασταυρώνεται με ντόπιο χρυσοθήρα, ο οποίος κουβαλά στους ώμους του υπερβίαιο παρελθόν ως commando, με body count τρακοσάρας και άνω σε ένστολους του ρωσικού στρατού που είχαν την ατυχία να βρεθούν στο διάβα του. Οι Ναζί θα επιχειρήσουν να του αρπάξουν το χρυσάφι που έχει βρει. Μεγάλο λάθος!
Είναι άξιον απορίας γιατί το ελληνικό γραφείο διανομής πήρε την απόφαση να αποφύγει τη δημοσιογραφική προβολή τούτης της φινλανδικής παραγωγής. Φόβος (για τα δημοσιεύματα – με τέτοιους κριτικούς και συμπεριφορά προς το σινεμά των ειδών, θα μου πεις, μπορείς να το αδικήσεις;); Ντροπή (για το ίδιο το έργο); Στην τελική, το «Sisu»… χαντακώθηκε από την άγνοια και την αδιαφορία! Και είναι κρίμα, διότι ο σκηνοθέτης του δεν είναι κανένας τυχαίος. Το 2010, ο Τζαλμάρι Χελάντερ είχε υπογράψει το (απρόβλητο στη χώρα μας, δυστυχώς) «Rare Exports», μια μαύρη κωμωδία τρόμου που είχα τοποθετήσει στο top 10 των πιο αγαπημένων μου χριστουγεννιάτικων ταινιών, σε σχετική λίστα (τσεκάρετε το video στο link) στα τέλη του 2011.
Εδώ ο Χελάντερ παρουσιάζει ένα φιλμικό «mash-up» κλασικού αλά Σέρτζιο Λεόνε γουέστερν εκδίκησης και καταδίωξης σε συνδυασμό με το πρότυπο ενός ήρωα τύπου… Ράμπο (του «First Blood», όμως, όχι των ανοησιών!), ενός σκληροτράχηλου «ερημίτη» με τη φήμη του αθάνατου, ο οποίος όχι απλά επιβιώνει απέναντι σε αριθμητικά και οπλικά ισχυρότερους εχθρούς, αλλά στέκει όρθιος και με ακλόνητο κουράγιο, σαν πολεμική μηχανή ικανή να εξολοθρεύσει μια διμοιρία Ναζί… από μόνος του!
Η εισαγωγή, πραγματικά νωχελική σε ρυθμό, με εστίαση στο νατουραλιστικό στοιχείο της έρημης υπαίθρου, δεν προϊδεάζει με κανέναν τρόπο αυτό που ακολουθεί. Ο Άαταμι, φαινομενικά γερασμένος και κουρασμένος, παρέα με το άλογό του κι ένα σκυλάκι, περνιέται για εύκολος στόχος από τους Ναζί που θα βρεθούν στο δρόμο του, όμως, οι πρώτοι που θα δοκιμάσουν να του κλέψουν το χρυσάφι που έβγαλε από τη γη με τα ίδια του τα χέρια, θα βρουν φρικτό τέλος. Ένας Γερμανός αξιωματικός θα παρακούσει την ηττοπαθή εντολή των ανωτέρων του και αντί να συνεχίσει την πορεία του στρατεύματός του προς πιο ασφαλή εδάφη, θα πάρει στο κατόπι τον Άαταμι, δίχως να υπολογίζει ανθρώπινες απώλειες, επιχειρώντας να βρει ένα ίχνος… εθνικής αξιοπρέπειας (πέραν του πλούτου που θα του αποφέρουν τα «λάφυρά» του). Δίχως να ξεχνάμε το… έμψυχο φορτίο ενός από τα καμιόνια των Ναζί, μερικές νεαρές γυναίκες οι οποίες βρίσκονται σε ομηρεία με σκοπό να ικανοποιούν τις σεξουαλικές ορέξεις των (προσωρινών) κατακτητών τους.
Η πλοκή χωρίζεται από έξι μεσότιτλους, που υποψιάζουν τον θεατή για τη θεματική τους, με τη διαδρομή του Άαταμι να περνά από ένα ναρκοπέδιο (ίσως η σεκάνς με την περισσότερη σπλατεριά), ένα ποτάμι, ένα κατεστραμμένο βενζινάδικο, ένα σχεδόν ακυβέρνητο αεροσκάφος και το απέραντο τοπίο της φύσης που (θα) ποτίζεται διαρκώς από αίμα. Ο Χελάντερ δεν το λυπάται στην απεικόνιση της φρίκης του πολέμου, της σάρκας που κομματιάζεται (κυριολεκτικά), στη βιαιότητα της πάλης σώμα με σώμα. Ούτε αποφεύγει κάποιες «υπόγειες» δόσεις χιούμορ ή την πιο θεοπάλαβη υπερβολή, αν αυτό που κερδίζει μετράει σε πόντους ψυχαγωγίας. Μάλιστα, υπέρ του είναι το ότι δεν προσκυνά το στυλιζάρισμα μιας «ταραντινικού» τύπου γραφής σε σκηνοθεσία ή μοντάζ. Λειτουργεί με πιο παλαιομοδίτικους τόνους, που στις αιματηρές τους σεκάνς μοιάζουν να νοσταλγούν τον Σαμ Πέκινπα του «Ο Σιδηρούς Σταυρός» (1977).
Το «Sisu» είναι ένα fun διαμαντάκι από τη Φινλανδία που δεν ζορίζεται καθόλου για να σε κερδίσει, κρατάει όσο πρέπει και θέτει σοβαρή υποψηφιότητα για μια μελλοντική θέση στο cult πάνθεον του ευρωπαϊκού σινεμά. Τολμώ να πω ότι θα ήλπιζα να υπάρξει και sequel! Δυστυχώς, το ελληνικό κοινό δεν είχε την ευκαιρία να το γνωρίσει όπως του έπρεπε, με (έστω και ελάχιστα) θετικά δημοσιεύματα που θα φόρτσαραν την έξοδό του στο σινεμά, αλλά πιστεύω πως θ’ αφήσει το στίγμα του σ’ εκείνους που «την ψάχνουν» για τέτοια έργα.