ΑΜΑΡΤΩΛΟΙ (2025)
(SINNERS)
- ΕΙΔΟΣ: Τρόμου
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ράιαν Κούγκλερ
- ΚΑΣΤ: Μάικλ Μπ. Τζόρνταν, Μάικλ Μπ. Τζόρνταν, Χέιλι Στάινφελντ, Μάιλς Κέιτον, Τζακ Ο’Κόνελ, Γούνμι Μοσάκου, Τζέιμι Λόσον, Όμαρ Μπένσον Μίλερ, Ντέλροϊ Λίντο, Χελένα Χου, Γιάο, Ντέιβιντ Μαλντονάντο
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 137'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER
Έχοντας αποκτήσει φήμη και χρήμα από την παράνομη δράση τους στο Σικάγο του ’30, οι δίδυμοι Σμόουκ και Στακ επιστρέφουν στα πάτρια εδάφη του ρατσιστικού αμερικάνικου Νότου για ν’ ανοίξουν ένα νυχτερινό κέντρο διασκέδασης, δίχως να υπολογίζουν πως η μουσική του μαγαζιού τους μπορεί να προσελκύσει… τον Διάβολο!
Είναι τόσο τολμηρό και πρωτότυπο αυτό που κάνει ο Ράιαν Κούγκλερ στους «Αμαρτωλούς», που αξίζει συγχαρητηρίων (ακόμη και) επειδή… δεν τρώει τα μούτρα του! Μιλάμε για ένα σχεδόν υβριδικό είδος ταινίας τρόμου, με στοιχεία κοινωνικοπολιτικού σχολίου και βασικό άξονα τη δύναμη (και την ψυχή) της μουσικής υπό ένα απόλυτα διαχρονικό πρίσμα. Να τονίσω, όμως, πως το τελικό αποτέλεσμα θα απογειωνόταν σε επίπεδα instant classic αριστουργήματος για το συγκεκριμένο genre το οποίο υπηρετεί, εάν ο δημιουργός του (υπογράφων και το σενάριο, παρακαλώ) μπορούσε να κατανοήσει τι εστί όρια σε κάτι το τόσο μεγαλόσχημο και αμετροεπές σε φιλοδοξίες.
Το φιλμ (κατά κάποιο τρόπο) χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο παρακολουθούμε την επιστροφή των δίδυμων αδελφών στη γενέτειρά τους και τη «στρατολόγηση» παλιών φίλων και γνωστών οι οποίοι θα σταθούν δίπλα τους και θα τους βοηθήσουν ν’ ανοίξουν ένα όχι και τόσο νόμιμο σε δράσεις νυχτερινό club χορού, κατανάλωσης αλκοόλ και τζόγου, σε μια απόμερη και ξεχασμένη αποθήκη του αμερικάνικου Νότου. Η αδικαιολόγητα μεγάλη διάρκεια αυτού του μέρους είναι το πρώτο ατόπημα του Κούγκλερ, όσες δικαιολογίες κι αν βασίσει στο θέμα της σύστασης (πολλών) χαρακτήρων, όσο άρτιο κι αν είναι το μοντάζ του Μάικλ Π. Σόβερ. Στο δεύτερο μέρος γίνεται… του βαμπιρικού μακελειού! Και όλα λειτουργούν ρολόι!
Βλέπεις, ο (λευκός) «Διάβολος» που εμφανίζεται στα μέρη τους (με ιρλανδέζικο αίμα!) είναι ένας πανίσχυρος βρικόλακας, ο οποίος επίσης στρατολογεί έναν δικό του, αιμοδιψή όχλο, με σκοπό να εισβάλει στο club (αρκεί να προσκληθεί, κατά την κλασική παράδοση του μύθου, η οποία τηρείται με τιμιότητα) και ν’ αρπάξει έναν νεαρό και ταλαντούχο bluesman, εξάδελφο των ιδιοκτητών. Η μουσική παίζει ιδιαίτερο ρόλο στο φιλμ, καθώς «ενορχηστρώνει» τη δράση του και αποκτά διάφορες εννοιολογικές σημασίες, με το τελευταίο να σηκώνει πολλές και αμφιλεγόμενες συζητήσεις. Δεν είναι ακριβώς ένα επιπλέον ατόπημα, όμως, η ασάφεια της ερμηνείας που έχει η μουσική (και ο ρόλος της) πλήττει κάπως το όλο θέμα. Για την Εκκλησία, η μουσική έχει τη δύναμη να καλεί τον Διάβολο. Από την άλλη, ο βαμπιρισμός εκφράζεται σαν ένα είδος ελευθεριότητας από τον επίγειο «εγκλωβισμό» σε μια ζωή ανώφελη. Και, στη τελική, το ερώτημα του ποιοι είναι ουσιαστικά οι «Αμαρτωλοί» ή παραμένει αναπάντητο ή διχάζει. Με άλλα λόγια, θαυμάσιο το concept που έχει σκαρφιστεί σεναριακά ο Κούγκλερ, μπολιάζοντάς το και με το ρατσιστικό μίσος της περιόδου για τη μαύρη φυλή, όμως, μια σύγχυση νοηματική δεν την αποφεύγει.
Ως κατασκευή, η ταινία δηλώνει σκηνοθετική μαεστρία. Είναι ένα μικρό έπος, που γιγαντώνει το κεντρικό σκέλος του χώρου δράσης της «Άγριας Νύχτας» (1987) της Κάθριν Μπίγκελοου, που το αποθεώνει με ένα εκπληκτικό μονοπλάνο πολιτισμικού fusion σε νότες και κινησιολογία από το παρελθόν, το (φιλμικό) παρόν και το μέλλον, για να καταλήξει σε μία over the top κορύφωση που φλερτάρει με το είδος της… rock opera (τύπου Τζιμ Στάινμαν)! Ακούγεται εκκεντρικό, όντως είναι και… το βγάζει εις πέρας ο Κούγκλερ!
Εκκεντρικότητα συναντάμε και στο casting. Η (άνωθεν) διπλή παρουσία του ονόματος του Μάικλ Μπ. Τζόρνταν στους πρωταγωνιστές των «Αμαρτωλών» δεν αποτελεί «τυπογραφικό λάθος». Πρόκειται για μία δίκαιη επισήμανση του κατορθώματος του ηθοποιού και της ψηφιακής τεχνολογίας των οπτικών εφέ, που του επιτρέπει να κρατά και τους δύο ρόλους των αδελφών Σμόουκ και Στακ, με πειστικότητα που ρίχνει σαγόνια στο έδαφος. Σχεδόν αργείς να το καταλάβεις (πόσω μάλλον να το πιστέψεις κιόλας…), όμως, το αποτέλεσμα είναι σοκαριστικά αληθινό, ακόμη και σε σεκάνς όπου η διπλή παρουσία παραείναι σύνθετη για να λειτουργήσει.
Το αναποφάσιστο του Κούγκλερ, ως προς το που ακριβώς τελειώνει η ταινία, στήνει κι αυτό ένα καλό θέμα για debate, καθώς πέραν του προφανούς φινάλε έπονται… ακόμη δύο (προσοχή, το τελευταίο εν μέσω των end credits). Όλα έχουν τη σημασία και τη χρησιμότητά τους, απλά, το βάρος των πολλών «θέλω» του δημιουργού κάπου αισθάνεσαι πως «κατεβάζουν» το σύνολο μίας κατά τα άλλα εξαιρετικής δουλειάς, την οποία θα σεβαστούν κυρίως οι σοβαροί fans του horror genre (και οι γνώστες του βαμπιρικού υπο-είδους).