Η ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ (2023)
(SIMPLE COMME SYLVAIN)
- ΕΙΔΟΣ: Αισθηματική Κομεντί
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μόνια Τσόκρι
- ΚΑΣΤ: Μαγκαλί Λεπίν Μπλοντό, Πιερ-Ιβ Καρντινάλ, Φράνσις-Γουίλιαμ Ριόμ, Μόνια Τσόκρι
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 110'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: DANAOS FILMS / ROSEBUD.21
Όχι ακριβώς ικανοποιημένη με τον γάμο της, η σαραντάρα Σοφία βρίσκει ρωμαλέο αγόρι που της αλλάζει τα φώτα στο κρεβάτι κι αρχίζει να ενδιαφέρεται ξανά για τη ζωή και τον εαυτό της. Τα «βρίσκουν» (και) σε όλα τα υπόλοιπα, όμως;
Στην τρίτη και πιο υποσχόμενη σκηνοθετική της απόπειρα, η Καναδή ηθοποιός Μόνια Τσόκρι καταπιάνεται με τη γυναικεία ψυχολογία σε συνάρτηση με τα ερωτικά τερτίπια και τις απαιτήσεις που οφείλουν ν’ αντιμετωπίζουν τα ζευγάρια πριν ή μετά τη μορφή συγκατοίκησης που ο λαός αποκαλεί… γάμο. Όχι ότι απαντά στα πλέον καίρια ερωτήματα περί της «Φύσης του Έρωτα» το έργο, όμως, μέχρι ενός σημείου γίνεται τίμια προσπάθεια να ισορροπηθεί με έξυπνο τρόπο η σκαμπρόζικα… σεξιστική κωμωδία της δεκαετίας του ’70 με τη φεμινιστική ματιά που συναντάμε στο γυναικείο σινεμά του σήμερα (θαυμαστικό για το τόλμημα!). Εννοείται πως η συνύπαρξη κάπου «σκαλώνει»…
Ανοίγοντας σε λόγιο περιβάλλον μάζωξης αστών που «λύνουν» κάθε κοινωνικοπολιτιστικό ζήτημα, η Τσόκρι μας συστήνει τη Σοφία, μια παντρεμένη σαραντάρα με καλόβολη ζωή και σύζυγο που κοιμάται… σε χωριστό κρεβάτι. Η «σπόντα» για τον σεξουαλικό τους βίο έχει ήδη πέσει. Η αγορά ενός εξοχικού chalet την υποχρεώνει ν’ αφήσει για λίγο την πόλη, ώστε να συναντήσει έναν μάστορα για τις απαραίτητες επιδιορθώσεις. Τελικά, ο Σιλβάν θα δουλέψει καλύτερα τη «σκουριά» ανάμεσα στα πόδια της, δηλώνοντας (και) τρελά ερωτευμένος μαζί της. Όταν καταλάβουν πως δεν μπορούν να κάνουν χώρια, η Σοφία θ’ ανακοινώσει στο ράκος Ξαβιέ ότι τον εγκαταλείπει και σταδιακά θα δοκιμάσει την τύχη της δίπλα στον «αγροίκο» Σιλβάν. Αρκεί, όμως, το πάθος δίχως… περιεχόμενο;
Στην πρώτη ώρα του φιλμ, η (επίσης σεναριογράφος) Τσόκρι τα πηγαίνει περίφημα, υποστηρίζοντας θαρραλέα τη μαγκιά να παίζει με το ύφος γαλλικών ή ιταλικών σεξοκωμωδιών περασμένων δεκαετιών (η μουσική το προδίδει ξεκάθαρα αυτό), διατηρώντας τους «όρους» του σκεπτικού που… υποχρεώνονται να έχουν οι σημερινές κινηματογραφικές παραγωγές οι οποίες στοχεύουν στο γυναικείο κοινό ή σκηνοθετούνται από γυναίκα. Δηλαδή, κινείται στο ερωτύλο «γήπεδο» των ανδρικών κλισέ του παρελθόντος, όμως, ενσωματώνοντας σ’ αυτό… γυναικείες ονειρώξεις! Ο Σιλβάν αποτελεί το πρότυπο ήρωα ενός «απενοχοποιημένου»… Βίπερ Νόρα, είναι ο νταβραντισμένος λαϊκός τύπος που μπορεί να γίνει το ερωτικό «εργαλείο» της κάθε παραμελημένης συζύγου, αλλά καλύπτει και τις ρομαντικές της ανάγκες, δηλώνοντάς της διαρκώς πως εκείνη είναι… το ομορφότερο πλάσμα του κόσμου.
Για λίγο δειλιάζει με το που βλέπει την αντίδραση (μέσα στα κλάματα!) του Ξαβιέ στην ανακοίνωση του χωρισμού τους, όμως, η Σοφία αντιλαμβάνεται πως στην αγκαλιά του Σιλβάν η ζωή της θ’ αλλάξει προς το καλύτερο. Κι εκεί αρχίζει να το χάνει η «Φύση του Έρωτα», παρουσιάζοντας μια ηρωίδα έρμαιο αναποφασιστικότητας κι αμφιβολιών, που και δυναμική (στα πρότυπα της παρούσης) θέλει να εμφανίζεται και μιας κάποιας μορφής… «sex toy» καταδέχεται να είναι (με αποκορύφωμα την ελαφρώς εξευτελιστική σεκάνς με τον λαιμοδέτη, όπου η Τσόκρι νομίζει πως «την είδε» μπουνιουελική «Ωραία της Ημέρας»!). Ατυχώς, οι αντιθέσεις στην σκιαγράφηση του χαρακτήρα (της) καταλήγουν να συγκρούονται άσχημα μεταξύ τους.
Επιπλέον, η Τσόκρι πυροβολεί τα πόδια της μ’ ένα φινάλε (δήθεν) «απελευθερωτικό» που εκθέτει ακόμα περισσότερο τις επιλογές της ηρωίδας, παραδίδοντας ένα (ηθικό;) δίδαγμα τύπου… οι γυναίκες δεν ξέρουν τι θέλουν (!), ενώ κατά βάθος επιχειρεί να εξυψώσει μια αντίληψη ενδυνάμωσης του φεμινιστικού κινήματος. Γίνεται ένα μεγάλο boomerang όλο αυτό, που πετυχαίνει τη Σοφία στο δόξα πατρί και μετατρέπει τον απολογισμό της δράσης του έργου σε κάτι το ασαφές και διχαστικό. Συνολικά, όμως, η ταινία σίγουρα αποδρά από την «χρυσή» μετριότητα του… συνταγογραφημένου romantic (και σπάνια πραγματικά κωμικού) προϊόντος το οποίο (μας) πλασάρεται στο κατακαλόκαιρο με υψηλές προσδοκίες που οδηγούν σε… ολέθριες αστοχίες.