SILENT (2016)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γιώργος Γκικαπέππας
- ΚΑΣΤ: Κίκα Γεωργίου, Ανέζα Παπαδοπούλου, Ηλέκτρα Νικολούζου, Όμηρος Πουλάκης, Μάνος Βακούσης, Ιωάννα Μαυρέα, Γιώργος Ζιόβας, Κώστας Μπερικόπουλος
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 93'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Η Διδώ «χάνει» τη φωνή της εντελώς ξαφνικά, λίγο πριν από κάποιες σημαντικές εξετάσεις που θα καθορίσουν την πορεία της ως soprano στο μέλλον. Επιστρέφει στην Ελλάδα και το έρημο πατρικό σπίτι, ώσπου οι δικοί της άνθρωποι αντιλαμβάνονται ξανά την ύπαρξή της.
Εάν αυτό που βιώνει η ηρωίδα τού «Silent» είναι μια προσωπική οδύσσεια, κάπως έτσι θα αισθανθούν και οι θεατές που θα αποτολμήσουν να «αναμετρηθούν» με τούτο το δράμα δωματίου, το οποίο καλλιτεχνικά μας πηγαίνει σε ένα σινεμά πιο στείρο και από εκείνα τα έργα που απομάκρυναν το κοινό από τον ελληνικό κινηματογράφο στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και στα 80’s. Προσοχή, δεν ομιλώ για τα κοροϊδευτικά αποκαλούμενα ως «κουλτούρα να φύγουμε» φιλμ που όντως είχαν κάτι να πουν (για την εποχή τους). Αναφέρομαι σε ψυχοδράματα τεσσάρων τοίχων, με σχεδόν ανύπαρκτο διάλογο, τα οποία ανήγαγαν τη μουγκαμάρα σε έκφραση «προβληματισμού» περί μη επικοινωνίας. Αυτό το τελευταίο, φυσικά, το πέτυχαν αλλά με την πιο λάθος έννοια…
Ένα τέτοιο είδος déjà vu είναι η νέα ταινία του Γιώργου Γκικαπέππα, η οποία σεναριακά απαιτεί από τον θεατή να συμπληρώνει διαρκώς τα κενά τού σεναρίου και της ιστορίας, για να καταλήξει σε ένα σκηνικό οικογενειακής υστερίας που ξεπερνά τα όρια του γραφικού. Όπως συμβαίνει με την πλειοψηφία των ελληνικών «arthouse» παραγωγών, η δυσλειτουργική οικογένεια επωμίζεται τα κακά της μοίρας της κεντρικής ηρωίδας, η οποία επιστρέφει «νύχτα» στην Ελλάδα (από ένα «ασαφές» εξωτερικό και κάποιες σπουδές φωνητικής), δίχως φωνή (αν και ο ιατρός που την εξετάζει αργότερα δεν το δικαιολογεί), κρυμμένη στο σχεδόν σε εγκατάλειψη παλιό σπίτι των γονιών της. Υπέστη κάποιο σοκ και η κατάστασή της είναι προσωρινή; Θα το ξεπεράσει; Δεν θα ξανατραγουδήσει ποτέ; Όλα αυτά τα ερωτήματα είναι μάλλον δευτερεύοντα, καθώς ο θεατής δεν γνωρίζει καν ποια είναι η Διδώ!
Οι επισκέψεις κάποιων δικών της ανθρώπων, σταδιακά, θα επιχειρήσουν να σκιαγραφήσουν τον χαρακτήρα της Διδούς, αλλά ποτέ δεν θα επιτευχθεί κάτι τέτοιο, καθώς η όποια προσέγγιση του εσωτερικού της κόσμου συναντά το «τείχος» αυτής της μυστηριώδους σιωπής που γίνεται ολοένα και πιο αστεία ως αλληγορία, με την Κίκα Γεωργίου να πασχίζει να δώσει ζωή σε ένα πλάσμα το οποίο διχάζεται ανάμεσα στην ευθραυστότητα ενός παρελθόντος που δεν την ολοκληρώνει και του παρόντος που συχνότερα την παρουσιάζει σαν ένα σκέτο αγρίμι, σκηνοθετική (μάλλον) επιλογή που περισσότερο εκθέτει την ηθοποιό παρά της παρέχει το έδαφος για να εξωτερικεύσει κάτι ουσιαστικό.
Το «Silent», λοιπόν, αποτελείται από τέσσερις μεγάλες σεκάνς «διαλόγου» (με τη Διδώ να σιωπά, φυσικά) με τον πρώην (;) σύντροφό της ο οποίος ζητά να καταλάβει γιατί εκείνη «χάθηκε» εδώ και μερικούς μήνες από τον κόσμο όλο, την αδελφή της που στάθηκε ως εναλλακτικό πρότυπο μητέρας σε όλη της τη ζωή, τον πατέρα, και τελευταία τη μάνα της, με την οποία υπάρχει και η μεγαλύτερη διάσταση. Η επερχόμενη σύγκρουση σύσσωμης της οικογένειας αντί να λυτρώνει αυτό το δράμα μη επικοινωνίας, που ποτέ δεν σε πείθει για τη στέρηση δικαιωμάτων της Διδούς στο να έχει λόγο, στο να ακούγεται ή στο να έχει την ελευθερία των αποφάσεων που την καθορίζουν, αναλώνεται σε κραυγές και βία, λες και όλοι μαζί οι χαρακτήρες θέλουν να χτυπήσουν το κεφάλι τους σε έναν τοίχο (ο θεατής τον ψάχνει από πιο νωρίς…), με το φινάλε να αφήνει τους πάντες ξεκρέμαστους. Η Διδώ θα φτύσει αίμα. Με αυτό μπορώ να πω ότι ταυτίστηκα.