ΣΙΩΠΗΛΟΣ ΜΑΡΤΥΡΑΣ (2017)
- ΕΙΔΟΣ: Ντοκιμαντέρ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 72'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: DANAOS FILMS
Το 2006 η φυλακή Τρικάλων κλείνει οριστικά τις πύλες της. Το 2011 επτά άνθρωποι με εμπειρία ετών σε αυτήν μοιράζονται τις προσωπικές τους ιστορίες. Λίγο αργότερα, μια αναπάντεχη αρχαιολογική ανακάλυψη αλλάζει ξανά το μέλλον του κτηρίου.
Έμπειρος κινηματογραφιστής, ο Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος επισκέπτεται ένα από τα πιο ιστορικά κτήρια της πατρίδας του, των Τρικάλων, και δημιουργεί ένα ντοκιμαντέρ για την Ιστορία, τις προσωπικές αναμνήσεις αλλά και τον σύνδεσμο αυτών με το μέλλον. Δύο πρώην εργαζόμενοι, δύο πολιτικοί κρατούμενοι, ένας ποινικός, μία εκπαιδευτικός που δίδασκε τους φυλακισμένους και μία ιστορικός – συγγραφέας της περιοχής με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την εν λόγω φυλακή, όλοι επισκέπτονται το άδειο κουφάρι της και αφηγούνται ιστορίες, ανέκδοτα και ντοκουμέντα. Χτισμένη δίπλα σε ένα παλιό τζαμί και μια ορθόδοξη εκκλησία, η φυλακή διατηρεί ακόμα μέσα της μνήμες που διαπερνούν την ελληνική ιστορία του 20ου αιώνα. Όπως εντελώς απροσδόκητα αποκαλύπτεται στο τελευταίο (και επιπρόσθετο, σύμφωνα με τον δημιουργό, αφού είχε τελειώσει ήδη τα γυρίσματα όταν έγινε η ανακάλυψη) κομμάτι του ντοκιμαντέρ, όμως, τα θεμέλιά της κρύβουν και παλαιότερες – και ώς τότε ξεχασμένες – μνήμες ενός διαφορετικού ιστορικού ενδιαφέροντος.
Ο Κουτσιαμπασάκος έχει αποδείξει και με πρότερες δουλειές του πως έχει βαθιά γνώση, αγάπη και ειλικρινές ενδιαφέρον για τη νεότερη ελληνική ιστορία και τις παραδόσεις που ακόμα μας συνδέουν με αυτήν, και οι βασικοί «συνδετικοί κρίκοι» είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι που τις έζησαν. Αυτούς (ή τουλάχιστον όσους μπορεί ακόμα να βρει ζωντανούς) αποφασίζει να βάλει μπροστά στην κάμερα να μιλήσουν ελεύθερα για τη ζωή και τις αναμνήσεις τους, κι εδώ τους φέρνει ευθέως αντιμέτωπους με το δύσκολο παρελθόν του εγκλεισμού ή / και της υπηρεσίας τους στη φυλακή Τρικάλων. Ορισμένοι είναι κάπως αδέξιοι (και απολαυστικά «γραφικοί» ανά στιγμές) στο να μπαινοβγαίνουν στις ερημωμένες αίθουσες του κτηρίου και να μιλούν κατευθείαν στην κάμερα, όμως αυτό είναι μέρος της απλής γοητείας και αυθεντικότητας της ταινίας – ενώ εκλάβαμε την αντιπαράθεση του «φαντάσματος» της φυλακής με τις χριστιανικές δοξασίες που πηγάζουν από τη γειτονική εκκλησία ως υποφώσκουσα ειρωνεία (αλλά μπορεί και να κάνουμε λάθος). Ο Εμφύλιος, η Χούντα, το διαβόητο μυστικό πέρασμα κάτω από τη φυλακή, το τραγούδι του Τσιτσάνη για τον φόνο του Σακαφλιά στην εν λόγω φυλακή, το πρόγραμμα εκπαίδευσης αγράμματων φυλακισμένων, τα αυτοσχέδια graffiti στους τοίχους, τα σκονισμένα γράμματα αγαπημένων προσώπων που έμειναν πίσω, όλα λειτουργούν ως μικρά θραύσματα κι ενθύμια ψυχών που πέρασαν από εκεί στα 110 χρόνια λειτουργίας της φυλακής, με συνοδευτικό «χαλί» και συναισθηματικό ενισχυτή την υπέροχη πρωτότυπη μουσική του Βαγγέλη Φάμπα.
Αυτό που βλάπτει αρκετά την ταινία είναι ο υπερβολικά αργόσυρτος ρυθμός της και το άχρωμο μοντάζ. Το πρώτο μέρος τής «ξενάγησης» στον χώρο τραβάει περισσότερο απ’ όσο πρέπει και δυσανάλογα με το περιεχόμενο / υλικό που μας προσφέρει, και το project ώς εκείνη τη στιγμή μοιάζει πιο πολύ μ’ επεισόδιο τηλεοπτικής σειράς ντοκιμαντέρ παρά με αυτούσιο κινηματογραφικό έργο. Ωστόσο, ο ανθρώπινος παράγοντας και οι συγκινητικές ιστορίες, κυρίως των πρώην πολιτικών κρατουμένων του δεύτερου μισού, αναπληρώνουν με το παραπάνω τη σχετική «πλήξη» της αρχής. Κι έρχεται στο τελευταίο δεκάλεπτο και η αναπάντεχη αρχαιολογική ανασκαφή ως «θείο δώρο» στον σκηνοθέτη, που – προφανώς – τη χρησιμοποιεί και ως ένα «plot twist» αλλά και για να ολοκληρώσει το ντοκιμαντέρ του με μια εξαιρετική αντίθεση για το τι αποφασίζουμε εμείς οι άνθρωποι να κρατήσουμε ως ιστορικό μνημείο (κυριολεκτικά και μεταφορικά) και τι να αφήσουμε στην αιώνια λήθη. Κι εκεί είναι που η ταινία του Κουτσιαμπασάκου αποκτά αληθινή ιστορική σημασία, εκτός του να είναι άλλο ένα αξιόλογο ντοκιμαντέρ τοπικού ενδιαφέροντος αλλά, αναπόφευκτα, περιορισμένου βεληνεκούς.