ΠΑΓΙΔΕΥΜΕΝΟΙ (2020)
(SHORTA)
- ΕΙΔΟΣ: Αστυνομικό Θρίλερ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Φρέντερικ Λούις Χβίιντ, Άντρες Έλχολμ
- ΚΑΣΤ: Γιάκομπ Λόμαν, Σάιμον Σερς, Ταρέκ Ζαγιάτ, Ντούλφι Αλ-Τζαμπούρι, Ίσα Κατάμπ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 108'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ONE FROM THE HEART
Κατά τη διάρκεια περιπολίας ρουτίνας, δίδυμο αστυνομικών παγιδεύεται σε κακόφημη γειτονιά της πόλης. Ο τόπος μοιάζει με καζάνι που βράζει εξαιτίας του θανάτου νεαρού αραβικής καταγωγής, ως αποτέλεσμα του ξυλοδαρμού κατά τη σύλληψή του. Ο σώζων εαυτόν σωθήτω…
«Δε μπορώ ν’ αναπνεύσω», είναι η φράση κλειδί που ακούγεται με το ξεκίνημα σχεδόν του σκηνοθετικού ντεμπούτου του εκ Δανίας διδύμου των Χβίιντ και Έλχολμ. Έχει προηγηθεί η καταδίωξη και βίαιη σύλληψη του Ταλίμπ Μπεν Χάσι από αστυνομικούς της Κοπεγχάγης, με τον κρατούμενο (ως άλλο Τζορτζ Φλόιντ) να ξεστομίζει τα παραπάνω λόγια. Όταν, λίγες ώρες έπειτα, ανακοινώνεται από τα media ο θάνατός του, οι μνήμες από τις περσινές ταραχές στην Αμερική είναι πολύ νωπές για να μη γίνει η εύλογη σχετική σύνδεση. Την ώρα που το νέο αρχίζει να διαδίδεται με ταχύτητα αστραπής στις παραμελημένες γειτονιές της Κοπεγχάγης, οι αστυνομικοί ντετέκτιβ Μάικ και Γενς ξεκινούν για την καθημερινή τους περιπολία στους δρόμους της πόλης. Μη δίνοντας αρχικά σημασία στις παραινέσεις των συναδέλφων τους ν’ αποφύγουν συγκεκριμένες περιοχές (που κατά πάσα βεβαιότητα θα μυρίζουν μπαρούτι), βρίσκονται γρήγορα στη δυσάρεστη θέση να συνειδητοποιήσουν με επώδυνο τρόπο το σφάλμα τους. Στην προσπάθειά τους να τη βγάλουν καθαρή, κάθε λεπτό μετράει.
Οι «Παγιδευμένοι» εξερευνούν εκ νέου το μείζον θέμα της άκρατης αστυνομικής βίας, σχεδόν επαναφέροντας τον προβληματισμό που οι Παριζιάνοι «Άθλιοι» (2019) είχαν ρίξει στο τραπέζι πρόσφατα. Όπως άλλωστε (δυστυχώς) και στη χώρα μας έχουμε νιώσει για τα καλά τα τελευταία χρόνια, η κινούμενη εκτός ορίων συμπεριφορά των οργάνων επιβολής της τάξης δεν αποτελεί (πια) αποκλειστικό αμερικανικό «προνόμιο», αλλά σαφέστατα έχει βρει πρόσφορο έδαφος και στην εδώ πλευρά του Ατλαντικού, καθώς οι συνθήκες ευνοούν τη συγκεκριμένης μορφής επίδειξη κατασταλτικής δύναμης. Το θέμα με τούτη τη δανέζικη εκδοχή του ίδιου ζητήματος είναι πως ενώ κατά την έναρξή της αφήνει ξεκάθαρες υποσχέσεις για ένα καταγγελτικού τύπου βίαιο δράμα, που όχι μόνο θα ξεχειλίζει από οργή, αλλά (μάλλον) πρόκειται και να καυτηριάσει τους επιθετικούς μηχανισμούς που ανεξέλεγκτα δρουν εντός της αστυνομικής δύναμης, καταλήγει να χρησιμοποιεί τα αρχικά σεναριακά δεδομένα ως πρόφαση για κάτι το οποίο σταδιακά μοιάζει με (σκέτα) τυπικό θρίλερ διαφυγής και επιβίωσης.
Υπό αυτό το πρίσμα, το «Shorta» (στα αράβικα σημαίνει αστυνομία) αποτελεί τον… πολύ φτωχό συγγενή του εκρηκτικού «’71» (2014). Συγκριτικά, εάν σ’ εκείνο το φιλμ του Γιαν Ντεμάνζ (κατά σύμπτωση, επίσης αποτελούσε σκηνοθετικό ντεμπούτο) ένιωθες πως ανά πάσα στιγμή μια βόμβα molotov μπορεί να σκάσει στη μούρη σου, σε τούτο εδώ ο κίνδυνος μοιάζει να προέρχεται από… νεροπίστολα! Η κλειστοφοβική ένταση που μπορεί να προσφέρει ο αστικός ιστός μιας πόλης περνά σχεδόν ανεκμετάλλευτη (πλην ίσως της σκηνής με το σκύλο και το ασανσέρ), ενώ το πολιτικό σχόλιο σε σχέση με τις δύο «αντιμαχόμενες» πλευρές περισσότερο απουσιάζει, παρά υψώνει στεντόρεια φωνή.
Και είναι κρίμα, γιατί τα σεναριακά θεμέλια του δράματος μπαίνουν με ορθό και ενδεδειγμένο τρόπο. Ο συγκαταβατικός, ήπιων τόνων αστυνομικός Γενς στέκει ως μοχλός εξισορρόπησης του «κάνω ό,τι γουστάρω» συναδέλφου του Μάικ. Ο πρώτος έχει επίτηδες τοποθετηθεί δίπλα στον δεύτερο τη συγκεκριμένη μέρα, ώστε με την ηρεμία και διαλλακτικότητα που τον διακρίνουν να βοηθήσει ν’ αποφύγουν τις κακοτοπιές και τις εκπλήξεις. Ο άλλος, όμως, είναι ασυγκράτητος. Οι άγριες ταραχές που ξεσπούν βρίσκουν τους δυο τους εντός αφιλόξενου ghetto, έχοντας μάλιστα μαζί τους για «παρέα» αραβικής καταγωγής κρατούμενο, τον οποίο (εξαιτίας της βλακώδους επιμονής του Μάικ) έχουν φορτωθεί και σέρνουν μαζί τους. Οι σχέσεις και των τριών θα γίνονται ολοένα και πιο τεταμένες, καθώς η θέση τους λεπτό με λεπτό δυσχεραίνει, κάνοντας την επιβίωσή τους να μοιάζει εξαιρετικά αμφίβολη. Δυστυχώς, όμως, το σενάριο (ειδικά κατά το δεύτερο μισό του φιλμ) δε στέκει στο ύψος των περιστάσεων, καταφεύγοντας σε πανεύκολες συμπτώσεις, οι οποίες ενίοτε παραδίδουν αφελή μαθήματα ηθικολογίας. Οι δύο αστυνομικοί διασχίζουν εντός ολίγων ωρών και με ιδιαίτερη άνεση τη γραμμή της ηθικής ασάφειας που τους διακρίνει, οδεύοντας με άνεση προς τον ευκαιριακό κυνισμό, έχοντας (βεβαίως) αντιληφθεί στην πορεία πως υπάρχουν και συμπονετικοί άνθρωποι εκεί έξω, τη στιγμή που δεν το περιμένεις, μάλιστα. Η κατάχρηση εξουσίας, όμως, καθώς και ο υφέρπων ρατσισμός των αστυνομικών δυνάμεων, έχουν ήδη βγει ολοκληρωτικά εκτός κάδρου…