ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΑ ΒΟΥΝΑ (2015)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ζανγκέ Τζια
- ΚΑΣΤ: Τάο Ζάο, Γι Ζανγκ, Τζιν Ντονγκ Λιανγκ, Σίλβια Τσανγκ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 131'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: AMA FILMS
Λίγο πριν την αλλαγή της χιλιετίας, η νεαρή Τάο καλείται να διαλέξει ανάμεσα στον φιλόδοξο καπιταλιστή Ζανγκ και τον συνεσταλμένο, ρομαντικό εργάτη Λιανγκζί. Τα χρόνια περνούν και οι επιλογές που έκαναν οι τρεις νεαροί δοκιμάζονται.
Το σινεμά του Ζανγκέ Τζια υπήρξε ανέκαθεν πολιτικο-κοινωνικό, και η καλλιτεχνική του φωνή συχνά φιμώθηκε από το κινεζικό καθεστώς, με τις ταινίες του ωστόσο να καταφέρνουν να βρίσκουν το κοινό τους εκτός των συνόρων της πατρίδας του, με την οποία έχει μια σχέση αγάπης / μίσους.
Χωρισμένο σε τρία χρονικά κεφάλαια, αυτό το «έπος» ακολουθεί τη μοίρα των τριών νεαρών που βλέπουμε να φλερτάρουν και να πειράζονται (σχεδόν) ανέμελα, λίγο πριν την ανατολή της νέας χιλιετίας. Ένα πλατωνικό, «παρθενικό» ερωτικό τρίγωνο ανάμεσα στον «κάγκουρα» νεαρό – σύμβολο της ραγδαία αναπτυσσόμενης καπιταλιστικής Κίνας, τον «πτωχό αλλά τίμιο» εργάτη και τη χαριτωμένη, αφελή κοπέλα που και οι δυο προσπαθούν να κερδίσουν, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, υπό τους ήχους του «Go West» των Pet Shop Boys. Και αν από αυτόν τον τελευταίο συμβολισμό δεν το καταλάβατε, η κοπελιά επιλέγει τον καπιταλιστή και η ιστορία «πετάγεται» μια δεκαετία αργότερα, όταν όλοι είναι δυστυχισμένοι με τις επιλογές τους, απορροφημένοι μέσα στα «κλουβιά» που έφτιαξαν για τους εαυτούς τους, είτε χρυσά, είτε ξύλινα (αναλόγως τις περιστάσεις τους). Το τρίτο μέρος διαδραματίζεται άλλα 15 χρόνια μετά, κοινώς…στο μέλλον του 2025, όταν πια ο Τζια χάνει, όχι μόνο τη δομή και την ουσία της ταινίας του, αλλά και τον… σεναριακό μπούσουλα, με την πρωταγωνιστική εμφάνιση του νεαρού γιου τού ζευγαριού στην Αυστραλία, και τη μελαγχολική κατακλείδα της επικής ιστορίας.
Ουσιαστικά ένα γενικώς χαμηλότονο μελόδραμα που υπερβαίνει αδικαιολόγητα τις δύο ώρες, η ταινία του Τζια δεν έχει τον συναισθηματικό αντίκτυπο που θα ήθελε αλλά, το κυριότερο για τον συγκεκριμένο σκηνοθέτη, οι ιστορικο-πολιτικές πτυχές της μοιάζουν αναπάντεχα αφελείς και αδύναμες. Κι ενώ τα δύο πρώτα μέρη θα μπορούσαμε άνετα – και απενοχοποιημένα – να τα συγκρίνουμε ως είδος, ιστορία και αίσθηση με τα… ελληνικά ασπρόμαυρα melo των 60’s, το τρίτο μέρος είναι αρκετά δυσνόητο με σεναριακά κενά που απλά δεν βγάζουν καμία άκρη και, μάλλον λόγω προϋπολογισμού αλλά και έλλειψης εμπειρίας στο είδος, η απόπειρά του για μια «φουτουριστική» ματιά της Αυστραλίας του 2025 είναι απλά αστεία. Τουλάχιστον, υπάρχουν οι κάποιες συγκινητικές, ανθρώπινες στιγμές με «ψυχή» τους τη μόνιμη μούσα (και σύζυγο) του σκηνοθέτη, Τάο Ζάο, η οποία αποδίδει επιτυχημένα την αρχική αθωότητα, μεταγενέστερη δυστυχία και τελική αποδοχή / απελευθέρωση της ηρωίδας της.
Ο Τζια είναι ένας άκρως ενδιαφέρων και απαραίτητος καλλιτέχνης για τη χώρα του αλλά και για το παγκόσμιο σινεμά. Δυστυχώς, αυτή η πιο πρόσφατη – και μάλλον πιο φιλόδοξη έως σήμερα – δουλειά του δεν αντικατοπτρίζει επάξια το ταλέντο αλλά και τη σημασία του ως «ακτιβιστή» και ουμανιστή δημιουργού.