SEX (2024)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματική Κομεντί
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Νταγκ Γιόχαν Χάουγκερουντ
- ΚΑΣΤ: Θορμπιόρν Χαρ, Γιαν Γκούναρ Ρέισε, Ανν Μαρί Ότερσεν, Νασρίν Κουσράβι, Μπριγκίτε Λάρσεν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 125'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: CINOBO
Δύο καπνοδοχοκαθαριστές, ετεροφυλόφιλοι και παντρεμένοι με παιδιά, κουβεντιάζουν στην εταιρεία που εργάζονται. Ο ένας βλέπει στα όνειρά του τον Ντέιβιντ Μπόουι να τον αντιμετωπίζει και να τον ποθεί ως… γυναίκα και ο άλλος δέχτηκε την πρόκληση ενός πελάτη του και έκανε παθητικό σεξ μαζί του.
Το πρόβλημα (αν όχι και αστείο) με τούτη την ταινία δεν είναι η πλήρης απουσία του… σεξ από τη δράση της, αλλά η εμμονή της στην αντικινηματογραφικότητα. Και είναι κρίμα, η αφήγησή της να υιοθετεί ένα «φεστιβαλικό» ύφος, το οποίο συνθλίβει έναν τεράστιο και καλοδουλεμένο όγκο διαλόγων, καθώς το «Sex» αποτελείται σχεδόν αποκλειστικά από τεράστιες σεκάνς ή (και) μονοπλάνα όπου οι ήρωες απλά… μιλάνε.
Για παράδειγμα, η πρώτη σκηνή που περιγράφεται από την άνωθεν σύνοψη διαρκεί περίπου δεκατρία λεπτά (αν μέτρησα καλά, διότι εδώ κάπου χάνεται και η αίσθηση του χρόνου…), με ένα σκέτο camera pan που ακολουθεί τους δύο κεντρικούς χαρακτήρες. Κατόπιν, το φιλμ παρακολουθεί στιγμές από τον έγγαμο και οικογενειακό τους βίο, με κυρίαρχο πρωταγωνιστή τον καπνοδοχοκαθαριστή που δέχτηκε (κάπως ανεξήγητα) να κάνει πρωκτικό σεξ με έναν πελάτη του και το εξομολογείται (και) στη σύζυγό του. Την επόμενη μέρα, εκείνη αντιδρά άσχημα και προβληματίζεται για το αν θα πρέπει να συνεχίσουν τη ζωή τους ως ζευγάρι, με εκείνον να τοποθετείται ανοιχτά και τίμια σε συζητήσεις οι οποίες προκαλούν ένα ενδιαφέρον debate γύρω από τα όρια και τη σημασία της απιστίας εντός του πλαισίου ενός (πολύχρονου) γάμου. Παράλληλα, ο έτερος καπνοδοχοκαθαριστής βασανίζεται από τα συνεχόμενα όνειρα που βλέπει με… τον Ντέιβιντ Μπόουι και αρχίζει να πιστεύει πως κάτι δεν πάει καλά με τις φωνητικές του χορδές και την υγεία του γενικότερα (το πλέον αδιάφορο τμήμα του φιλμ, δηλαδή).
Αν και το θέμα του «Sex» θίγει πρωτίστως ζητήματα που παραπέμπουν στην ομοφυλοφιλία, ο Νταγκ Γιόχαν Χάουγκερουντ δείχνει πως επιθυμεί να αποφύγει την ταύτιση του έργου με το συγκεκριμένο φιλμικό «είδος». Αυτή η «εκκεντρικότητα» προκύπτει κυρίως από το σενάριο, το οποίο υπογράφει ο ίδιος και σαν ιστορία πάσχει ουσιαστικής δόμησης. Το μόνο που αντέχει (κάπως) σε τούτο το… δύσκολο να περάσει πλήρες (και ανοικονόμητο) δίωρο είναι η ποιότητα των διαλόγων, που κατά στιγμές προκαλούν σκέψεις και απορροφούν πλήρως το ενδιαφέρον του θεατή, μέχρι να προκύψει μια αναπόφευκτη βαρεμάρα εξαιτίας του αυτοκαταστροφικού σκηνοθετικού ύφους του Νορβηγού δημιουργού.
Στην τελική, το «Sex» είναι μία ταινία που δεν αφοσιώνεται ούτε και εξερευνά σημαντικά θέματα τα οποία αφορούν στη σεξουαλικότητα (των αρρένων σε πρώτο επίπεδο), αλλά μοιάζει περισσότερο με ένα φλύαρο, κακό ανέκδοτο, που καταλήγει σε ένα punchline το οποίο σε αφήνει μ’ ένα παγερό χαμόγελο στο πρόσωπο. Ενώ είχε τα συστατικά (στον προφορικό λόγο) να προκαλέσει ένα πονηρό μειδίαμα. Περιττό να αναφέρω πως δεν υφίσταται καν… φινάλε! Είπαμε. «Φεστιβαλικό» είναι τούτο το προϊόν.