SAMSARA (2023)
- ΕΙΔΟΣ: Πειραματικό Ντοκιμαντέρ Μυθοπλασίας
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Λόις Πατίνιο
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 113'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: WEIRD WAVE
Ένα κοσμικό ταξίδι του μυαλού, διαμέσου μιας καρμικής αναγέννησης. Υπάρχει, άραγε, μεταθανάτια ζωή;
Δεν πρέπει να έχει υπάρξει άλλη ταινία στα χρονικά, ο σκηνοθέτης της οποίας να ζητά από το κοινό που την παρακολουθεί να… κλείσει τα μάτια του! Τούτο το σπάνιο γεγονός συμβαίνει στο μέσον περίπου της διάρκειας του «Samsara», όταν ο Ισπανός ντοκιμαντερίστας Λόις Πατίνιο επιχειρεί να προσφέρει στον θεατή μία εντελώς διαφορετική «μεταθανάτια» εμπειρία. Η οθόνη «σβήνει» και άπαντες καλούνται να κρατήσουν τα μάτια τους κλειστά. Ακολουθεί ένα τρίλεπτο απόλυτης σιωπής, μέχρι ο αμφιβληστροειδής να μπορεί να διακρίνει μέσα στο σκοτάδι (ή να παράγει νοερά) μία ακανόνιστη έκρηξη χρωμάτων, συνοδεία απόκοσμων ηχητικών παλμών. Η ιδέα που κρύβεται πίσω από αυτό είναι το κοινό να προσπαθήσει να «ζήσει» το «bardo», την ενδιάμεση (σύμφωνα με τον βουδισμό) κατάσταση μεταξύ του θανάτου και της μετενσάρκωσης. Το «πείραμα» διαρκεί σχεδόν ένα τέταρτο! Δεν συνιστάται σε κανέναν που επηρεάζεται από τη στροβοσκοπική και (κατά τη γνώμη μου) δεν έχει θέση σε κινηματογραφική αίθουσα, αλλά ίσως ανήκει καλύτερα σε κάποιο μουσείο μοντέρνας Τέχνης ως instalment.
Γυρισμένη σε φιλμ 16mm και πατώντας ανάμεσα στην τεκμηρίωση και τη μυθοπλασία, η «Samsara» ξεκινά θυμίζοντας χαλαρό reportage για κάποιο βουδιστικό ναό στο Λάος, όπου πλήθος από μοναχούς (με την κλασική πορτοκαλί φορεσιά) ψέλνουν, συστήνοντας ευθύς αμέσως έναν νεαρό άνδρα, ο οποίος επισκέπτεται τακτικά μια ηλικιωμένη, άρρωστη γυναίκα σε διπλανό χωριό. Σκοπός των επαναλαμβανόμενων επισκέψεών του είναι να της διαβάζει αποσπάσματα από το Θιβετιανό Βιβλίο των Νεκρών, ως προετοιμασία για το επικείμενο ταξίδι της στο «bardo». Η Μον εκφράζει την επιθυμία όταν πεθάνει να ξαναγεννηθεί σε μορφή ζώου, ευχή που κατά τα φαινόμενα πραγματοποιείται στο δεύτερο μέρος του φιλμ, το οποίο έπεται του προαναφερθέντος καλέσματος για… κλείσιμο των ματιών. Στη Ζανζιβάρη, πλέον, στις ακτές της Ανατολικής Αφρικής και σε φτωχικό σπίτι όπου κατοικεί γυναίκα με τη μικρή της κόρη, ένα κατσικάκι γεννιέται. Η μητέρα βιοπορίζεται φτιάχνοντας σαπούνι από τα φύκια που μαζεύει καθημερινά από τη θάλασσα, ενώ το κοριτσάκι αναπτύσσει ισχυρούς δεσμούς αφοσίωσης με την τετράποδη φίλη της. Τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή που λόγω απροσεξίας το ζωντανό χάνεται.
Κινούμενος σε δύο ηπείρους, δύο θρησκείες και δύο… είδη (άνθρωπο και ζώο), ο Πατίνιο μοιάζει να ισχυρίζεται πως η ζωή δεν γνωρίζει από γενεαλογίες και άλλα τέτοια, αλλά μπορεί να μεταμορφώνεται σε ό,τι της αρέσει. Εξερευνά, εν τούτοις, ελάχιστα τη μυστικιστική πλευρά των προβληματισμών του, δείχνοντας περισσότερο μαγεμένος από τη σπάνια εξωτική ομορφιά των τόπων που έχει επιλέξει για τα γυρίσματα (η μεγάλη σε διάρκεια σεκάνς στους απαράμιλλης γοητείας καταρράκτες του Λάος στέκει ως ισχυρότατη απόδειξη για τον συγκεκριμένο ισχυρισμό). Φαίνεται, δε, πως οι σκηνοθετικοί στοχασμοί περί του επέκεινα ν’ αφορούν αποκλειστικά και μόνο το κομμάτι των βουδιστών μοναχών του Λάος (με ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια τη χρήση smartphones από μεριάς τους!), μιας και στη Ζανζιβάρη το πάνω χέρι παίρνει η ξεκάθαρα ντοκιμαντερίστικη πλευρά του πράγματος, η οποία αναλώνεται στη διαδικασία… παραγωγής σαπουνιού, με ολίγη από θρύλους της φυλής των Μαασάι. Για όλες αυτές τις ελλείψεις, έρχεται με ιδιαίτερη τόλμη να «καθαρίσει» το δεκαπεντάλεπτο «μαύρο» της οθόνης, πασχίζοντας ν’ αποδώσει μια (υποθετική) μετενσάρκωση.