Η ΡΙΚΙ ΚΑΙ Η ΡΟΚ (2015)
(RICKI AND THE FLASH)
- ΕΙΔΟΣ: Μουσική Δραματική Κομεντί
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζόναθαν Ντέμι
- ΚΑΣΤ: Μέριλ Στριπ, Κέβιν Κλάιν, Μέιμι Γκάμερ, Ρικ Σπρίνγκφιλντ, Όντρα ΜακΝτόναλντ, Σεμπάστιαν Σταν, Νικ Γουέστρεϊτ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 101'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Ταμίας supermarket το πρωί και αρχηγός γηραλέων Onirama σε μπαράκι του L.A. το βράδυ, μια ρέστη 66χρονη καλείται εκ νέου στο stage της ζωής τού ξαναπαντρεμένου μεγαλοαστού άνδρα και των τριών παιδιών της (που δύο δεκαετίες πριν στην Ινδιανάπολη είχε παρατήσει για την τέχνη), όταν η κόρη της χτυπάει κατάθλιψη κερατωμένη και χωρισμένη από αχαΐρευτο. Τα θέματά τους θα τα λύσουν, αν επίσης σε «Ησαΐα Χόρευε» γιόκα μ’ εκείνη headliner όλοι μαζί τραγουδήσουν;
Γι’ αυτό υπάρχει η μείξη ήχου, για να κάνει καλύτερο το κομμάτι. Γιατί, αν και σε στίχους της Ντιάμπλο «Juno» Κόντι (που εδώ mashupάρει το προπέρσινο φάλτσο – και σκηνοθετικό ντεμπούτο – της, «Paradise», με το αμέσως προηγούμενο, πολύ μελωδικότερό της, «Young Adult») και σύνθεση Τζόναθαν «Πρωτοτζάμαρα με Talking Heads και προσεχώς ακομπανιάρω Τζάστιν Τίμπερλεϊκ» Ντέμι (μετατροπία τού «Η Ρέιτσελ Παντρεύεται», ευτυχώς χωρίς τη multiculti μουζικάντικη, πολιτικά υπερορθή σπίντα «Να Ζήσουν» ευωχίας, προξενεμένη homemovieστικα από διάσπαρτες υψηλής ευκρίνειας cams) με ερμηνεύτρια τη #1 γυναικεία υποκριτική φωνή των καιρών μας (που βοκαλιστικά κι εμφανισιακά βάζει echo Μπόνι Ρέιτ), χωρίς τις νότες του overdub συναισθήματος δεν θα είχε θέση στο classic American songbook της μεγάλης οθόνης αυτό το ευτυχώς σουρντίνας παραπονιάρικων το-σόι-μου-μέσα δεσμών και ηττημένου «Fame Story» αλλά κοτσονάτης εκφραστικότητας girl power μπούστο επανασυνδέσεων, αντιπαραθέσεων, συνειδητοποιήσεων, εξηγήσεων, αποκαλύψεων, συγχωρέσεων, εμψυχώσεων κι επανορθώσεων.
Η rhythm section της Κόντι είναι τα ευφυολογήματα (το μπάσο) και οι χαρακτήρες (τα ντραμς). Στα πρώτα… μετράει, με hitάρες μια στιχομυθία για τη διάρκεια ζωής του Big Mac (η στάνταρ σάτιρα ηθών της βαράει συνεχώς στ’ αυτιά από την επαρχιακή μπουρζουαζία ώς τη μαζική κουλτούρα) και το «Πού γνώρισες τον γαμπρό;» – «Α, καισαρική τομή!». Στους δεύτερους δεν τηρεί το beat, πιο χτυπητά στην γκραν κάσα της, τη Ρίκι. Το 20ετές κενό της στη ζωή των δικών της (προσθέστε έναν gay κανακάρη) και του family album της ευτυχίας τους δεν είναι δυσαναπλήρωτο γι’ αυτούς, αλλά γίνεται για μας, κι ας βγαίνουν από το ράφι της υπερέκθεσης info από το εξώφυλλο του μοναδικού βινυλίου που «έγραψε» κάποτε έως την πρόσφατη πτώχευση της μεγαλοκοπέλας μας, μπας και το καλύψουν. Δις ψηφοφόρος του μικρού Μπους («Για τα στρατά μας!») με την αστερόεσσα τατουάζ στα πλευρά και εν μέσω live αστειάκια εις βάρος του Ομπάμα με αποδέκτη τον μαύρο κιμπορντίστα της, και ταυτόχρονα η γυναίκα που την «έκανε» απ’ τις συζυγικές & μητρικές της υποχρεώσεις, άλλαξε τ’ όνομά της, χρησιμοποιεί για φίκι-φίκι τον ερωτευμένο μαζί της lead κιθαρίστα της και τα χώνει στον σεξισμό της κοινωνίας που «ψέλνει» αυτήν ως rock slut αλλά σηκώνει στα χέρια τον επτάκις πατέρα από τέσσερα θηλυκά Μικ Τζάγκερ; Σολάρισμα της σεναρίστα, το λες. Στην… πένα ενορχήστρωση, όχι.
Ενώ και άλλα σκίτσα μικροφωνίζουν (είτε πρόκειται για τον axe-licker λεγάμενο όταν διαπιστώνει έκπληκτος ότι τα ποτά στη γαμοδεξίωση είναι τζαμπέ είτε για το μόνιμο venue του συγκροτήματος που μοιάζει σαν στο πιο plugged φαντασίωση του τηλεοπτικού «Cheers»)… Ενώ το ακόρντο «Απλώς προχώρα» προς την κομπλαρισμένη ως παράνυμφο θυγατέρα γίνεται η παραγγελιά που την επαναφέρει αδικαιολόγητα καθυστερημένα στο πάλκο τής μυθοπλασίας… Ενώ ο Κλάιν δεν ακούγεται ευδιάκριτα παρά ως μια ιδέα sustain της διανομής των «Η Εκλογή της Σόφι» και «Η Καλύτερη Παρέα»… Κι ενώ αρκετές σεκάνς ασμάτων μοιάζουν προστεθειμένες στην παρτιτούρα μόνο και μόνο για να μας δείξουν τι «από κορμή φωνάρα» είναι η Στριπ… Η θέσπια Απόλυτη των 35mm γίνεται, για ακόμα μια φορά σε πλήρη μεταμόρφωση και όργανο ακριβείας, το instrumental, το αξέχαστο refrain αυτής της συναυλίας, που όχι απλώς δεν χάνει «ντο» σε λήψεις gig ή στο jukebox OST (απ’ το οποίο οι Πινκ και Λέιντι Γκάγκα θα μπορούσαν να λείπουν) με τα λαιμά της, αλλά επίσης φχαριστιέται 100% και γκελάρει με όλο της το είναι το αρυτίδωτο πάθος και τα βιωμένα πάθη ενός σιμπεμόλ θηλυκού (αντιστικτικά, προσέξτε το βραδινό κοντινό του ντεμακιγιάζ στο ημίφως: δεν την έχουμε ξαναδεί τόσο χούφταλο από το 80’s «Ξένοι στην Ίδια Πόλη», τώρα… φυσικά εκ του φυσικού).
Το κλειδί του σολ του μαέστρου Ντέμι είναι η συντονισμένη διεύθυνση της καμεράτας και των backing vocals απ’ όπου, στα πιο de profundis κρεσέντα, ξεχωρίζουν το real life βλαστάρι της Στριπ, Γκάμερ (μάλλον βοηθάει να πληρώνεσαι για να βγάζεις απωθημένα στη μαμά, είναι έξοχη στο πρώιμο χάλασμά της), και η ΜακΝτόναλντ, η διάδοχος – αγκωνάρι στη φαμίλια που η Ρίκι είχε αφήσει πίσω, καμπάνα σ’ ένα woman to woman αληθειών, το καλύτερο σοβαρό κουπλέ του φιλμ. Άρα: να σιγοντάρεις ή όχι; Το pause στην αμφιταλάντευσή σου πατάει on a high note το grand finale με το «My Love Will Not Let You Down» του Σπρίνγκστιν που πείθει. Τους νιόπαντρους και τους καλεσμένους τους να χορέψουν στον ρυθμό του (οι συμπέθεροι εξαιρούνται σε ένα πλάνο υπόκρουσης καρικατούρα). Τους οικείους για την αγάπη της άσωτης, που απλώς αγάπησε πιο πολύ τη μουσική από αυτούς. Κι εμάς ότι αυτή η μπάντα έχει τα τάστα, αν μη τι άλλο ως entertainment act. «Too Old To Rock’n’roll: Too Young to Die», που έλεγαν κι οι Jethro Tull. Κι αν το αντέξει η σκηνή, θα φανεί στο χειροκρότημα…