RED ROAD (2006)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Άντρεα Άρνολντ
- ΚΑΣΤ: Κέιτ Ντίκι, Τόνι Κουράν, Μάρτιν Κόμπστον, Νάταλι Πρες, Πολ Χίγκινς
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 113'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FILMTRADE
Η Τζάκι εργάζεται ως CCTV operator στη Γλασκόβη. Ένα κομμάτι της καθημερινής ζωής και ασφάλειας των ανθρώπων της πόλης στηρίζεται στην προσοχή του βλέμματός της. Μια μέρα, θα παρατηρήσει έναν άνδρα που πίστευε πως δεν θα ξαναδεί ποτέ μπροστά της. Η μοίρα δεν της αφήνει άλλα περιθώρια…
Πρωτοείδα την ταινία πέρσι στις Κάννες, χωρίς να ξέρω λεπτομέρειες γύρω από την πλοκή της. Και σοκαρίστηκα ψυχολογικά. Υπάρχει κάποιο «μυστικό» στο έργο που καλό θα ήταν να μην γνωρίζετε πριν σβήσουν τα φώτα της αίθουσας. Πρέπει να το σεβαστώ αυτό, κι ας «ευνουχίζω» έτσι ένα μεγάλο μέρος της κριτικής για το ντεμπούτο μεγάλου μήκους της Άντρεα Άρνολντ. Αξίζει να το δείτε κι εσείς με την ίδια εσωτερική «καθαρότητα».
Χειριστής κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης, η Τζάκι καρφώνει το βλέμμα της στα monitor όταν αναγνωρίζει έναν άνδρα που μάλλον δεν ήθελε να ξαναδεί στη ζωή της. Τον λένε Κλάιντ, αποφυλακίστηκε πρόσφατα και προσπαθεί να ορθοποδήσει ξανά στην κοινωνία. Και οι δύο αυτοί χαρακτήρες πάσχουν από μία τραυματική μορφή ψυχικής «αναπηρίας», που σε κάνει να πιστεύεις πως κάποια στιγμή θα τους φέρει κοντά, ίσως και θα τους ενώσει. Το κίνητρο της Τζάκι, όμως, δεν είναι τέτοιο. Από τη στιγμή που σιγουρεύεται για την ταυτότητα του «άγνωστου» άνδρα, γίνεται ο διώκτης του, ένας φορέας εκδίκησης που σέρνει μέσα της μια ανθρώπινη τραγωδία αλύτρωτη, από εκείνες που ξεπληρώνονται μονάχα με χτυπήματα… οφθαλμού αντί οφθαλμού. Και κάτι μας λέει πως είναι η σειρά της, δικαιωματικά.
Χωρίς την οποιαδήποτε «γυναικεία ευαισθησία» στη γραφή της, η Άρνολντ ξεδιπλώνει αργά και σχεδόν βασανιστικά το παρελθόν της ηρωίδας της, της στερεί τις λέξεις για να την πνίξει σ’ έναν λυγμό βουβό και σπρώχνει τη συνείδηση του θεατή σε μία κλιμακούμενη λύση του «μυστηρίου» που κορυφώνεται οδυνηρά, με την ελπίδα να βρει μια κάποια άφεση αμαρτιών. Χαρισματική στην αφήγησή της, η Άρνολντ αποφεύγει τις συμβάσεις κοινωνικού ρεαλισμού των πλέον προφανών Βρετανών συναδέλφων της (βλέπε Μάικ Λι ή Κεν Λόουτς), στεγνώνει τα δάκρυα της melo δραματουργίας και στήνει στην ψύχρα το φακό της απέναντι σε απομεινάρια ανθρώπινης ύπαρξης, τιμωρώντας ή ακυρώνοντας την ηδονοβλεπτική οπτική της σχέσης του θεατή με τα επί της οθόνης δρώμενα. Και μάλιστα εις διπλούν, αν σκεφτείτε λίγο περισσότερο τον ασυνείδητο επαγγελματισμό της Τζάκι μπροστά στα monitor που μετατρέπουν τους κατοίκους της Γλασκόβης σε μίζερες, ίσως πιο αξιοθρήνητες (στην προσωπική τους ζωή) από εκείνη, κινούμενες κουκίδες.
Εντυπωσιακό για ντεμπούτο, το «Red Road» αντιπροσωπεύει το σινεμά σε πρώτο πρόσωπο, απογυμνώνει οτιδήποτε κολακευτικό από την εμπειρία, πενθεί μέσα του, ψάχνει να βρει τρόπους να βγει από τη θλίψη, σφυγμομετρεί τις ενοχές των ηρώων του, βλέπει την αλήθεια σε κάθε δευτερόλεπτο της ζωής τους, μέχρι που προκαλεί στενάχωρα συναισθήματα στην εκδήλωση της ερωτικής επιθυμίας, με μία σκηνή σεξ τόσο ωμά γραφική αλλά και νοηματικά σημαντική, για το φόβο που κουβαλάει απ’ το πετσί ως τα σωθικά το κάθε κορμί. Όλα με μια κάψα που κάνει τα πάντα στάχτη στο πέρασμά της. Και, στο φινάλε, μας αφήνει αγκαλιά με τις στάχτες των νεκρών που ζητάνε τη λύτρωση στο σκόρπισμα του ανέμου. Με μια γενναιότητα που γνώρισαν μονάχα όσοι αγάπησαν. Κι έγιναν κομμάτια. Που έλεγαν και οι Joy Division…