RED 2 (2013)
- ΕΙΔΟΣ: Κωμική Περιπέτεια
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ντιν Πάριζοτ
- ΚΑΣΤ: Μπρους Γουίλις, Μέρι-Λουίζ Πάρκερ, Τζον Μάλκοβιτς, Έλεν Μίρεν, Άντονι Χόπκινς
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 116'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Ο συνταξιούχος μυστικός πράκτορας της CIA, Φρανκ, επιμένει να θέλει να ησυχάσει και να νοικοκυρευτεί, αλλά, ξανά μανά, η ανήσυχη αγαπημένη του, πρώην δημόσιος υπάλληλος, Σάρα, ο ακούραστος, θεοπάλαβος, high-tech, τέως συνεργάτης του, Μάρβιν, η αειθαλής επαγγελματίας δολοφόνος, Βικτώρια και ένα πρωτότυπο, ξεθαμένο όπλο μαζικής καταστροφής, δεν τον αφήνουν.
Ενήλικο, αλεξίσφαιρο χιούμορ ως κινητήριος δύναμη και όσο πρέπει γειωμένη, αλλά χορταστική (και ουχί… στουμπωτική) δράση. Ακατάβλητα ακμαίοι και γοητευτικοί, μεσήλικες ήρωες, ερμηνευμένοι με ακαταμάχητη ευστοχία από μια χούφτα φυσικά αγέραστων 50άρηδων. Ο Μόργκαν Φρίμαν και – κυρίως – ο Μάλκοβιτς σε αναπάντεχους, εξωφρενικά εθιστικούς, κωμικούς ρόλους. Ένα ιδιότροπο και όμως οικείο, ώριμο ρομάντζο. Και ο… κούκλος ως άνδρας και ηθοποιός, ακόμα σε μεγάλο βαθμό απογοητευτικά ανεκμετάλλευτος από το Χόλιγουντ, Καρλ Έρμπαν, στον αμφίσημο (εχθρού αρχικά, συμμάχου τελικά) ρόλο του βενιαμίν της παρέας, να ιντριγκάρει δεόντως τις αισθήσεις, χωρίς να κλέβει την παράσταση. Αυτά ήταν μερικά από τα πλεονεκτήματα του αρχετυπικού, προ τριετίας «Red». Μεγαλύτερο, χαρακτηριστικότερο ατού του, όμως, παραμένει η… σαν τη μύγα μες το γάλα της πωρωμένης με τους νεαρούς ενήλικες, χολιγουντιανής, mainstream πραγματικότητας, εντελώς ξεχωριστή και απρόσμενη, κατάλληλη για όλους, μεστή και όμως φρέσκια, κομικόθεν φύση του – ευχάριστη έκπληξη και περίτρανη απόδειξη πως η ηλικία δεν είναι στα χρόνια, αλλά στο μυαλό.
Από τα παραπάνω, λίγα επιβιώνουν σε αυτό το sequel. Αφενός, η έκπληξη της ανάδειξης μερικών 50άρηδων stars σε υποβλητικούς ήρωες δράσης και εναλλακτικής ρομαντικής κομεντί μοιραία ακυρώνεται, αφού πλέον γνωρίζεις τι πρόκειται να δεις. Αφετέρου οι αλλαγές και προσθήκες στο καστ ούτε λειτουργούν, ούτε δένουν. Η Κάθριν Ζίτα-Τζόουνς που καλείται να αναπληρώσει το κενό του (αυτο)θυσιασμένου στο πρωτότυπο Φρίμαν, ως πρώην ερωμένη και συνεργάτιδα του Φρανκ, είναι οριακά αντιπαθητική, ελάχιστα σέξι και καθόλου (μα καθόλου!) αστεία, και μόνο ως φιτίλι στη ζήλεια τόσο της Σάρα όσο και του Μάρβιν περισώζεται. Ο Μπιανγκ-Χαν Λι («G. I. Joe: Η Γέννηση της Κόμπρα») που προκύπτει ο εδώ αμφίσημος βενιαμίν της παρέας, με το κάθε άλλο παρά γειωμένο, αεροπλανικό kung fu του και το high-tech υπέρ-πολυβόλο του (στο πιστολίδι στο Παρίσι) μοιάζει με ξένο σώμα σε σχεδόν όλη (μόνο η πρόσωπο με πρόσωπο διάδρασή του με την πρωταγωνιστική τετράδα στο φινάλε έχει κωμικό νόημα) τη διάρκεια του φιλμ και προδίδει κακόγουστα το άγχος του να γίνει αρεστό στην ασιατική αγορά. Ο Άντονι Χόπκινς, τέλος, ως τρελός επιστήμονας – δημιουργός τού προς αναζήτηση και απενεργοποίηση πρότυπου όπλου μαζικής καταστροφής, όχι μόνο δε σκαμπάζει από κωμικό ταμπεραμέντο, αλλά και μοιάζει, για μια ακόμη φορά, να βαριέται αφόρητα.
Είναι, όμως, η άστοχη, φιλόδοξη απόφαση των σεναριογράφων του, Τζον και Έρικ Χόμπερ, να τοποθετήσουν τη δράση και εκτός συνόρων ΗΠΑ, σε πολλά και διάφορα σημεία του πλανήτη (Χονγκ Κονγκ, Παρίσι, Λονδίνο, Μόσχα), που πληγώνει περισσότερο το τελικό αποτέλεσμα. Από τη μια τού στερεί ρυθμό και ομοιογένεια, κάνοντάς το να μοιάζει επικίνδυνα με αποσπασματική συρραφή ταινιών διαφορετικών ειδών, ύφους και κουλτούρας. Από την άλλη, έχει ως συνέπεια την υπερβολικά καθυστερημένη είσοδο της Μίρεν στα δρώμενα, της οποίας η παρουσία (μοιάζει να) λείπει ενοχλητικά από το πρώτο μισό, πάνω-κάτω, του φιλμ. Ωστόσο, ευτυχώς, το χιούμορ επιστρέφει δριμύτερο, ενήλικο και αλεξίσφαιρο, και ως… turbo κινητήρας διασώζει την τιμή αυτού του sequel στο τσακ, πάνω στο χείλος του γκρεμού της αποτυχίας. Το διαφορετικό ρομάντζο μεταξύ των Φρανκ και Σάρα καλά, ξεκαρδιστικά, κρατεί με τον κωμικό συγχρονισμό Γουίλις και Πάρκερ πιο καλοκουρδισμένο από ποτέ. Ο Μάλκοβιτς σολάρει ατρόμητα κοτσάροντάς σου ένα… απέθαντο χαμόγελο στο πρόσωπο, που συχνά πυκνά εκρήγνυται σε κακαριστά, άνευ ανάσας γέλια (ειδικά στην αδιανόητη τελευταία του σκηνή). Και η Μίρεν άμα τη επιβλητική εμφανίσει της (στο, επιτέλους, δέσιμο της ομάδας), ανάγει το όλο εγχείρημα σε αριστοκρατία της διασκέδασης. Κάλλιο αργά, παρά ποτέ, κανονικά.