ΣΙΩΠΗΛΟΣ ΜΑΡΤΥΣ (1954)
(REAR WINDOW)
- ΕΙΔΟΣ: Θρίλερ Μυστηρίου
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Άλφρεντ Χίτσκοκ
- ΚΑΣΤ: Τζέιμς Στιούαρτ, Γκρέις Κέλι, Θέλμα Ρίτερ, Ρέιμοντ Μπαρ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 112'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: SUMMER CLASSICS
Φωτογράφος με το ένα πόδι στον γύψο από ατύχημα, καθηλωμένος στο διαμέρισμά του, περνά την ώρα του «κατασκοπεύοντας» εκ του ασφαλούς τους απέναντι γείτονες, μέχρι τη στιγμή που θα υποψιαστεί ότι ένα έγκλημα έχει διαπραχθεί σχεδόν μπροστά στα μάτια του.
Η οθόνη είναι ένα ανοιχτό παράθυρο. Από το πρώτο κιόλας κάδρο του «Σιωπηλού Μάρτυρα», ο Άλφρεντ Χίτσκοκ τα έχει πει όλα! Τούτο εδώ το έργο, επίσης, σχεδόν συνοψίζει όσα πρόσφερε στην 7η Τέχνη ως δημιουργός, κι ας μην αποτελεί το πιο φημισμένο του ή αγαπημένο της κριτικής. Αρχικά, η δυναμική του φιλμ μάς πηγαίνει πίσω, (έως και) στα χρόνια του… βωβού κινηματογράφου. Χωρίς την ανάγκη διαλόγου, η εικόνα δίνει την πληροφορία στον θεατή, ο οποίος αντιλαμβάνεται (με τη στοιχειώδη προσοχή ή εξυπνάδα) αυτό που παρακολουθεί (όχι ακόμη ηδονοβλεπτικά…).
«Αγκιστρωμένος» σε ένα αμαξίδιο, με το ένα πόδι στον γύψο, ο Τζεφ στέκει δίπλα σε μία σειρά από φωτογραφίες που προδίδουν χαρακτήρα ταγμένο στην περιπέτεια. Μπροστά από αυτές, μία σπασμένη φωτογραφική μηχανή. Εσύ κάνεις την «πρόσθεση» των στοιχείων και ήδη γνωρίζεις με τι τύπο έχουμε να κάνουμε.
Απέναντι από το διαμέρισμα του Τζεφ, ο Χίτσκοκ στήνει ένα σχεδόν θεατρικό σκηνικό γειτονιάς, γεμάτο από παράθυρα που δεν κρύβουν τίποτα από τις… ζωές των άλλων. Κι εσύ γίνεται ο «ματάκιας»… εκ του ασφαλούς. Ταυτόχρονα, ψυχογραφείς τους πάντες. Σταθερά χωρίς διάλογο. Εστιάζεις και επεξεργάζεσαι την τυπολογία του κάθε ένοικου, φτιάχνεις το προφίλ του, κοντοστέκεσαι λίγο περισσότερο στην καλλίγραμμη χορεύτρια, ελπίζοντας να την πετύχεις με όσο το δυνατόν λιγότερα ρούχα γίνεται, χαμογελάς με το καλαθάκι που χρησιμοποιεί εκείνο το ζευγάρι για να κατεβαίνει το σκυλάκι του στην πίσω αυλή, αναρωτιέσαι αν το νιόπαντρο ζευγάρι στ’ αριστερά σου θα κάνει αρκετό σεξ (ή θόρυβο κατά τη διάρκεια της πράξης), λυπάσαι που δεν έχεις οπτική επαφή με τα κορίτσια του τελευταίου πατώματος που κάνουν ηλιοθεραπεία στο μπαλκόνι, αναρωτιέσαι τι μπορεί να πηγαίνει στραβά στην καθημερινότητα ενός άλλου αντρόγυνου, με την άρρωστη σύζυγο που δεν σηκώνεται ποτέ από το κρεβάτι και διαπληκτίζεται με τον δικό της.
Από την πλευρά του θεατή, υπάρχουν και οι συμπρωταγωνιστές του Τζεφ. Η Στέλλα, η νοσοκόμα που τον κουράρει για το διάστημα που θα βρίσκεται στον γύψο, αλλά και η Λίζα, το «αίσθημα», μία ιδανική κοκέτα που κουβαλά ένα εντελώς διαφορετικού τύπου lifestyle και χαρακτήρα από εκείνον του Τζεφ, όμως εξακολουθεί να βρίσκεται στα πόδια του από έρωτα αληθινό. Ο οποίος είναι αμοιβαίος, μα δίχως βέρα εδώ και καιρό. Το παράδειγμα του ζευγαριού με την άρρωστη σύζυγο αποτρέπει τον Τζεφ. Δεν θέλει να βιώσει έναν παρόμοια δυστυχισμένο γάμο. Η εργένικη ζωή τον συμφέρει. Προσωρινά. Είναι ο αφέντης του σπιτιού… του! Υπάρχει, όμως, και η υπομονή.
Η επόμενη νύχτα είναι βροχερή. Και ο σύζυγος του δυστυχισμένου γάμου μπαινοβγαίνει διαρκώς στο διαμέρισμά του, εξερχόμενος πάντοτε με μία βαλίτσα στο χέρι. Το παράθυρο της κρεβατοκάμαράς τους είναι πλέον κλειστό. Παράξενος καιρός για βόλτες. Ολονύχτιες! Το ξημέρωμα που ακολουθεί η άρρωστη σύζυγος απουσιάζει. Όλοι βάζουμε την ίδια ιδέα στο μυαλό μας: τη σκότωσε, την τεμάχισε και τα κομμάτια της βρίσκονται σκόρπια κάπου στην πόλη!
Η ηδονοβλεπτική μας σκοπιά δολοπλοκεί, δίχως ν’ ανησυχεί για το τι θα πει ο «απέναντι». Γι’ αυτό και τα υποκειμενικά πλάνα αυτής της ταινίας μοιάζουν με την απόλυτη εκδίκηση του Χίτσκοκ προς τον θεατή. Ο οποίος χειραγωγείται σαδιστικά από τον σκηνοθέτη, ανήμπορος να συμμετάσχει στη δράση τού φιλμ, ανίκανος ν’ αλλάξει κάτι στα δρώμενα, να φωνάξει, να προειδοποιήσει. Για όλα αυτά, ταυτιζόμαστε με τον Τζεφ. Που δεν είναι καν ικανός να μετακινηθεί, ούτε εντός του ίδιου του διαμερίσματός του! Ο θεατής είναι άχρηστος κι ανεύθυνος. Ικανός μονάχα να απολαμβάνει. Δίχως συνέπειες.
Ο «Σιωπηλός Μάρτυς» εξελίσσεται σε ένα σχεδόν άγριο «joyride» αισθήσεων, συναισθημάτων και σασπένς, καθώς ο Τζεφ προσπαθεί να βρει αληθοφανή ή χειροπιαστά στοιχεία τα οποία θα ενοχοποιήσουν τον σύζυγο του απέναντι διαμερίσματος. Όταν εκείνη η πλευρά, το «θύμα» της δικής μας αδιακρισίας και ηδονοβλεπτικής δίψας, τον εντοπίζει και τον «ξεγυμνώνει» ηθικά (ζητώντας να βρει το δίκιο του έναντι ενός «αμαρτωλού» ηδονοβλεψία του ιδιωτικού βίου τού άλλου, παρά το γεγονός ότι από πλευράς του πρόκειται για έναν κανονικό εγκληματία), ο Χίτσκοκ διαπράττει τη μεγαλύτερη «ιεροσυλία» στα χρονικά της σχέσης θεατή και κινηματογραφικής οθόνης: μας ευνουχίζει. Και αλλάζει τον τρόπο που βλέπουμε σινεμά. Που παραμένουμε «αθώοι» στο κάθισμα ενός κινηματογράφου.