ΣΤΑ ΟΡΙΑ (2011)
(RAMPART)
- ΕΙΔΟΣ: Αστυνομικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Όρεν Μόβερμαν
- ΚΑΣΤ: Γούντι Χάρελσον, Ρόμπιν Ράιτ, Μπεν Φόστερ, Σιγκούρνι Γουίβερ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 108’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: AUDIO VISUAL
Στην εκπνοή των 90’s, στο Λος Άντζελες, βετεράνος αστυνομικός παλαιάς κοπής (και δη, ασυμμάζευτος, ποικιλοτρόπως ρατσιστής, νταής – οπαδός της αυτοδικίας) δοκιμάζει να επιβιώσει του εξελισσόμενου σε πιο ανθρώπινο και αξιοκρατικό κλίματος της Αστυνομίας, αλλά και της ιδιόρρυθμης οικογένειάς του.
Στα χαρτιά αυτό το δεύτερο (μετά το «Παράπλευρες Απώλειες») σκηνοθετικό πόνημα του Μόβερμαν πρέπει να φάνταζε πολύ ελκυστικό σε μερίδα των (δήθεν) «κουλτούρα να φύγουμε» ή μαθητευόμενων oσκαρολάγνων της xολιγουντιανής κινηματογραφικής βιομηχανίας. Με πηγή έμπνευσης αληθινά γεγονότα, τον δεινό ανατόμο του Λος Άντζελες – περίφημο και πολυβραβευμένο συγγραφέα – Τζέιμς Έλροϊ στο σενάριο και μια ομάδα εξαιρετικών, αλλά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, σφόδρα παραγνωρισμένων ερμηνευτών (στους Χάρελσον, Ράιτ, Φόστερ και Γουίβερ, πρόσθεσε τους Νεντ Μπίτι, Αν Χες, Στιβ Μπουσέμι και Σίνθια Νίξον) να συνδιαλέγονται υποκριτικά μπροστά στην κάμερα, έμοιαζε σίγουρο καλλιτεχνικό, τουλάχιστον, στοίχημα.
Στην οθόνη, όμως, προδίδει αλύπητα τις όποιες προσδοκίες των δημιουργών του. Αβάσταχτα επιτηδευμένο και υπερβολικά στιλιζαρισμένο, βιώνεται ως ένα αχρείαστο, εξουθενωτικό βασανιστήριο, που (σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από το «Παράπλευρες Απώλειες») μπερδεύει το σινεμά καταγγελίας με τη μαύρη μιζέρια… για τη μιζέρια, και τους γκρίζους χαρακτήρες, με ένα τσούρμο αδικαιολόγητα και αναίτια αντιπαθητικών και αδιάντροπα διεφθαρμένων, απαράδεκτων χαρακτήρων (μέχρι και ο άστεγος του Φόστερ είναι εξωφρενικά αχώνευτος). Τι να σου κάνει, λοιπόν, η θαρραλέα ερμηνεία του πανταχού παρόντος Χάρελσον, στο ρόλο ενός σε πανικό, υπό εξαφάνιση, αστυνομικού δεινόσαυρου; Ή η δαιμόνια ματιά του Μόβερμαν, που στήνει συχνά την κάμερά του πίσω από αντικείμενα, φυτά, μισάνοιχτες πόρτες ή τζαμαρίες, δίνοντας διαρκώς την εντύπωση πως οι – ο Θεός να τους κάνει – ήρωές του βρίσκονται υπό διαρκή παρακολούθηση; Ή η φωτογραφία του Μπόμπι Μπουκόφσκι (κάνε ελεύθερα το συνειρμό) που συλλαμβάνει τα χρώματα σε αστείρευτη θαρρείς αιμορραγία;
Στην τελική, το «ούτε» προκύπτει ως η πιο ταιριαστή λέξη, όταν πρέπει να αρθρώσεις λόγο γι’ αυτό το φιλμ… Ούτε επίκαιρο, ούτε διαχρονικό, αφού μόνο στους τίτλους τέλους ξεκαθαρίζει πως εμπνεύστηκε από πραγματικά γεγονότα, ενώ ουδέποτε εξηγεί πειστικά την ενασχόληση του με την αστυνομική πραγματικότητα του, εν έτει 1999, Λος Άντζελες. Ούτε αστυνομικό δράμα, ούτε δράμα χαρακτήρων, αφού δεν αποκαλύπτει ουσιαστικά και εύστοχα, αφενός, κανέναν από τους χαρακτήρες του, και αφετέρου, καμία από τις πτυχές του κοινωνικοπολιτικού συστήματος που τους θρέφει, αλλά και τους αποβάλλει, όταν πλέον δεν του είναι χρήσιμοι. Τουτέστιν, ούτε σινεμά, ούτε διασκέδαση.