ΚΒΟ ΒΑΝΤΙΣ ΑΪΝΤΑ; (2021)
(QUO VADIS, AIDA?)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζασμίλα Ζμπάνιτς
- ΚΑΣΤ: Γιάσνα Ντζούριτσιτς, Μπόρις Ισάκοβιτς, Γιόχαν Χέλντενμπεργκ, Ίζουντιν Μπαΐροβιτς, Ντίνο Μπαΐροβιτς, Μπόρις Λερ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 101'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ONE FROM THE HEART
Η Άιντα είναι μία Βόσνια δασκάλα που μετατρέπεται σε διερμηνέα κατά την διάρκεια μιας ειρηνευτικής επιχείρησης του ΟΗΕ στη Σρεμπρένιτσα. Βλέποντας πως οι Ολλανδοί κυανόκρανοι μοιάζουν ανήμποροι να εγγυηθούν την ασφάλεια του άμαχου πληθυσμού απέναντι στις επικρατούσες σερβικές δυνάμεις, θα προσπαθήσει με όλες τις δυνάμεις της να προστατέψει την οικογένειά της, αλλά και τους συμπατριώτες της.
Είκοσι έξι ολόκληρα χρόνια μετά από μία εκ των πιο διαβόητων σφαγών της Ιστορίας, αυτή της Σρεμπρένιτσα, κατά την διάρκεια του πολέμου της Βοσνίας, οι πληγές είναι ακόμα ανοιχτές και αιμοδοτούν το βοσνιακό (και όχι μόνο) σινεμά. Πως θα μπορούσε να γίνει κι αλλιώς, άλλωστε, όταν μιλάμε για τη γενοκτονία 8.000 Βόσνιων Μουσουλμάνων, που βρέθηκαν απέναντι σε ανθρώπους με τους οποίους προ ολίγων ετών συνυπήρχαν αρμονικά, ήταν φίλοι, γείτονες, καθηγητές. Έτσι, η Τζασμίλα Ζμπάνιτς (Χρυσή Άρκτος το 2006 για το «Σεράγεβο σ’ Αγαπώ») επιστρέφει για ακόμη μία φορά στη θεματική που κυριαρχεί στην φιλμογραφία της, χρησιμοποιώντας ως «camera» – all-access στην πρώτη γραμμή και τα παρασκήνια της ολλανδικής Βάσης του ΟΗΕ στη Σρεμπρένιτσα, την Άιντα, μία πρώην δασκάλα που οι γνώσεις της στην αγγλική γλώσσα της δίνει την ευκαιρία να εκτελέσει χρέη διερμηνέα και μαζί τη δυνατότητα να κινείται πανικόβλητη μεταξύ όλων των γραμμών, από τους αμάχους μέχρι τα επιχειρησιακά κέντρα.
Φυσικά, όλη αυτή η αέναη κίνηση προσδίδει έναν χαρακτήρα ιδέας στην πρωταγωνίστριά μας, κάτι παραπάνω από τα χαρακτηριστικά ενός απλού ανθρώπου. Είναι μία υπεράνθρωπη προσπάθεια και σίγουρα έχει τις επιπτώσεις της πάνω στην Άιντα, η οποία μοιάζει να γερνά όσο διαρκεί το φιλμ, πράγμα εύλογο εάν συνυπολογίσουμε το γεγονός πως έχει να ισοσταθμίσει το προνόμιο της ως διερμηνέως στη Βάση, το άγχος της για τον άντρα της και τα δύο τους παιδιά, αλλά και τους συμπατριώτες της, που στοιβαγμένοι σαν σαρδέλες περιμένουν εναγωνίως ένα της νεύμα, μία αισιόδοξη πληροφορία από κάποιον «δικό τους». Και η Άιντα μας παρουσιάζεται απολύτως ανθρώπινη: όσο τεταμένη κι αν είναι η κατάσταση, όσο κι αν οι ισορροπίες που πρέπει να κρατηθούν είναι εξαιρετικά λεπτές, σε τελική ανάλυση υπερισχύει το ένστικτο της μάνας και συζύγου, που προσπαθεί να εξασφαλίσει ένα όσο το δυνατόν καλύτερο μέλλον για την οικογένειά της, ακόμα κι αν αυτό συνιστά προνομιακή συμπεριφορά σε σχέση με τους «απλούς» πολίτες στη Βάση. Αλήθεια, ποιος μπορεί να την ψέξει γι’ αυτό;
Στα 103 λεπτά της διάρκειας του φιλμ, μόλις ένα είναι αυτό στο οποίο θα δούμε την Άιντα να ξεχνά (στιγμιαία) το σταυρό που κουβαλά: δυο τζούρες «χόρτο», για πρώτη φορά στη ζωή της, κερασμένο από δύο έτερους υπαλλήλους στη Βάση, και το επακόλουθο flashback σε αγνότερες εποχές, έναν αυτοσχέδιο διαγωνισμό καλύτερου γυναικείου χτενίσματος που μυρίζει βαλκανίλα από χιλιόμετρα και μας προσφέρει το μοναδικό γέλιο που θ’ ακουστεί σε ολόκληρο το έργο. Είναι κάτι που επίσης δίνει τον τόνο για κάποια από τα σπαρακτικότερα στιγμιότυπα της ταινίας, όταν άνθρωποι που συνυπήρχαν λίγα μόλις χρόνια πριν, βρίσκουν τους εαυτούς τους σε απέναντι πλευρές. «Δώσε τα χαιρετίσματά μου στη μητέρα σου», θα πει η Άιντα, κι ο νεαρός στρατιώτης που σαν να μεγάλωσε απότομα λόγω των καταστάσεων, θα της απαντήσει: «Εσύ δώσε χαιρετίσματα στον μικρό σου γιο». Είναι σαν ένα μικρό time out, προτού η φρίκη συνεχίσει.