QUEER (2024)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Λούκα Γκουαντανίνο
- ΚΑΣΤ: Ντάνιελ Κρεγκ, Ντρου Στάρκι, Τζέισον Σουόρτσμαν, Ενρίκε Ζάγκα, Ντρου Ντρόγκι, Άντρα Ουρσούτα, Άριελ Σούλμαν, Αντρές Ντουπράτ, Ομάρ Απόλο, Ντέιβιντ Λόουερι, Λέσλι Μάνβιλ, Λισάντρο Αλόνσο
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 136'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ
Φυγαδευμένος για προσωπικούς (;) λόγους στο Μεξικό των ’50s, ο Αμερικανός Γουίλιαμ Λι γίνεται καθημερινά λιώμα απ’ το μεθύσι και την καύλα, παλεύοντας με τη μοναξιά και τον χρόνο που τρέχει και χάνεται.
Το 2024 ήταν η καλύτερη χρονιά για την κινηματογραφική καριέρα του Λούκα Γκουαντανίνο, ενός σκηνοθέτη απόλυτα άνισου, τον οποίο έχω ξεσκίσει ουκ ολίγες φορές στο παρελθόν (από το θλιβερά δήθεν «Να με Φωνάζεις με τ’ Όνομά σου» έως το επικό τερατούργημα του remake του «Suspiria» και το αυτοκαταστροφικά κανιβαλιστικό «Bones and All»). Μετά τους «Αντίπαλους» (το οποίο τοποθετώ στην κορυφή της φιλμογραφίας του), λοιπόν, επανέρχεται δημιουργικά και αποτελεσματικότατα με κάτι αρκετά «ανισόρροπο» σε περιεχόμενο και αρκούντως τολμηρό για φιλμική μεταφορά: μια νουβέλα του Γουίλιαμ Μπάροουζ.
«Queer». Ο τίτλος τα λέει όλα. Και οι γνώστες του συγγραφικού σύμπαντος του Μπάροουζ γνωρίζουν ή (θα) μπορούσαν ν’ αντιληφθούν τις παγίδες του εγχειρήματος, να συνδυαστούν οι αγαπημένοι εθισμοί του συγγραφέα με το (διόλου κρυφό, μα και ελάχιστα «προμοταρισμένο») γεγονός πως ήταν ένας ομοφυλόφιλος άνδρας. Στην ουσία, ο Γκουαντανίνο εστιάζει περισσότερο στο δεύτερο, δίνοντας σάρκα και οστά στο alter ego του Μπάροουζ, τον Γουίλιαμ Λι, έναν κάποιας περασμένης πια ηλικίας Αμερικανό «φυγά» από την πατρίδα του, ο οποίος περιτριγυρίζει τα σοκάκια μιας μεξικανικής επαρχίας σαν αρπαχτικό για να βιώσει όσο το δυνατόν περισσότερες στιγμές σεξουαλικής ηδονής, φυσικά με αγόρια νεαρότερης ηλικίας.
Ειλικρινά, θεωρώ πως σε τούτο το φιλμ ο Γκουαντανίνο κατάφερε ν’ αγγίξει όσο ποτέ άλλοτε το νόημα της σαρκικής επιθυμίας και την έκσταση της επαφής με κάθε τμήμα ενός άλλου σώματος, πόσω μάλλον αρσενικού (με αρσενικό), δίχως να γίνεται προβοκατόρικα banal ή γραφικός… στα όρια του αστείου. Βοηθούμενος από το υπνωτιστικό score των Τρεντ Ρέζνορ και Άτικους Ρος, ο σκηνοθέτης μοιάζει να νοσταλγεί (ειδικά στο πρώτο μέρος της ταινίας) τις οπτικές φόρμες του Ζαν-Ζακ Μπενέξ από το «Φεγγάρι στον Υπόνομο» και του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ από τον «Καβγατζή», έργα – τομή εστετίστικης αντίληψης για τη δεκαετία του ’80, τοποθετώντας την αλήθεια της αγωνίας της κατάκτησης και της ανταμοιβής του οργασμού σ’ ένα «κόντρα» πλαίσιο κάδρων και προοπτικών ενίοτε αντι-ρεαλιστικών, σχεδόν όπως πράττουν «σημειολογικά» (και) οι αναχρονιστικά «πειραγμένες» επιλογές τραγουδιών από τους Nirvana, τον Prince ή τους New Order.
Η μοναξιά αποθεώνεται δραματικά σε σχέση με το χάσιμο της νιότης και τ’ «αζήτητα» του κορμιού που αρνείται ν’ αποδεχτεί την ήττα της απώλειάς της, η καύλα που λαχταρά ν’ ανταγωνιστεί το καρδιοχτύπι δίνει πνοή φαντασίας στην ελλειπτική αμηχανία της αφήγησης και ο Ντάνιελ Κρεγκ «αντανακλά» την άλλη πλευρά του ήρωα που υποδυόταν στο «Αγάπη Είναι ο Διάβολος» (1998), σε μία εμφάνιση εξαιρετική και τόσο σαρκαστική σαν «homage» στο συγκεκριμένο παράδειγμα από το πιο arty παρελθόν της καριέρας του.
Από τη στιγμή που ο Λι και ο Γιουτζίν, το αντικείμενο της λαγνείας του, ξεκινούν ένα ταξίδι στη Νότια Αμερική, πιο απελευθερωτικό για το μυαλό, το σεξ και τις… καταχρήσεις ουσιών, ο Γκουαντανίνο βρίσκεται αντιμέτωπος και με το θέμα των παραισθήσεων από τα ναρκωτικά, δίνοντας αγώνα να ταιριάξει αυτό το στοιχείο με μια εκρηκτική εξωτερίκευση συναισθημάτων, στην οποία κάπως «παραπατά» ώστε να (καθ)οδηγήσει το έργο προς τη ζωηράδα. Ίσως φταίει και η ύπαρξη του επίσης μπαροουζικού «Γυμνού Γεύματος» (1991) του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ, με το οποίο οι συγκρίσεις προκύπτουν (μοιραία) στο τελευταίο μέρος του φιλμ. Ως αποτέλεσμα, το «Queer» χάνει μέρος ενός wannabe ασυμβίβαστου momentum το οποίο ο Γκουαντανίνο ίσως οραματιζόταν για να μετατρέψει στο πιο δυνατό του visual trip για τις αισθήσεις και το βλέμμα. Αφήνει, όμως, ένα λαμπερά θελκτικό αίνιγμα να αιωρείται στην ατμόσφαιρα, προκαλώντας μας να το αγκαλιάσουμε με το μέσα μας. Και να το εξερευνήσουμε. Σαν ουσία ή σαν θέαμα. Η επιτυχής (ή όχι) αποτελεσματικότητα της απόπειρας επαφίεται στην openness της διάθεσης (και των βιωμάτων) του κάθε θεατή…