ΚΟΥΑΡΤΕΤΟ (2012)
(QUARTET)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματική Κομεντί
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ντάστιν Χόφμαν
- ΚΑΣΤ: Μάγκι Σμιθ, Τομ Κόρτνεϊ, Μπίλι Κόνολι, Πολίν Κόλινς
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 98’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Σε πρότυπο κέντρο ευγηρίας, που φιλοξενεί αποκλειστικά σπουδαία ταλέντα της μουσικής, ετοιμάζονται για το ετήσιο γκαλά / παράσταση, για να γιορτάσουν τα γενέθλια του Βέρντι. Τις προετοιμασίες και την καθημερινότητά τους, όμως, απειλεί να τινάξει στον αέρα η άφιξη (αθεράπευτα) ντίβας της όπερας και πρώην αγαπημένης ενός από τους διασημότερους ενοίκους του «σπιτιού».
Ναι, είναι πολύ εύκολο να στήσεις στον τοίχο αυτό το, επίσημο και καθωσπρέπει, σκηνοθετικό ντεμπούτο του Ντάστιν Χόφμαν (αρχικά είχε αναλάβει και τη σκηνοθεσία του εν έτει 1978, «Επιστροφή στην Παρανομία / Straight Time», αλλά μετά από λίγες μέρες γυρισμάτων άλλαξε γνώμη, αφιερώθηκε στην ερμηνεία του πρωταγωνιστικού ρόλου και το ανέθεσε στο φίλο του, Ούλου Γκρόσμπαρντ). Στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια ρομαντική κομεντί με και για υπερήλικες. Ως τέτοια είναι όσο προβλέψιμη, αβαθής και… light μπορείς να φανταστείς. Γεγονός, βέβαια, για το οποίο δε σε προϊδεάζει εξ’ αρχής, καθώς παρά τις ακαταμάχητες κωμικές εξάρσεις της πρώτη πρόβας – εισαγωγής μας στο σύμπαν του, τόσο η ψυχική υγεία της άρτι αφιχθείσας ντίβας, όσο και το παρελθόν της με έναν εκ των πρωταγωνιστών του γκαλά υπονοούνται ως πολύ πιο βαριά και σκοτεινά από ό,τι τελικά προκύπτουν.
Έτσι έχει το απαραίτητο σασπένς και μυστήριο στην αφετηρία του για να σου κεντρίσει το ενδιαφέρον. Πριν μπει στον εύκολο, ολόισιο δρόμο και ενεργοποιήσει τον… αυτόματο πιλότο. Τότε, όμως, είναι πια δύσκολο να του αντισταθείς. Από τη μία είναι η απολαυστική πρωταγωνιστική του τετράδα, αποτελούμενη από Βρετανούς – μεγαλύτερους ή μικρότερους – θρύλους της ποίησης ήθους, που δίνουν ρεσιτάλ εγκρατούς εκφραστικότητας και υποδειγματικής ισορροπίας ανάμεσα στην κωμωδία και στο δράμα, δίνοντας πνοή σε απτά ανθρώπινα πλάσματα, παρά τα σεναριακά ψίχουλα χαρακτήρα στα οποία καλούνται να πατήσουν. Από την άλλη, μπορεί το χιούμορ του να μη βάζει το μαχαίρι στο κόκκαλο για το τι σημαίνει να πλησιάζεις ανεπιστρεπτί στον τερματισμό της ύπαρξής σου, διατηρεί ωστόσο αρκετή από τη χαρακτηριστικά βρετανική καυστικότητά του για να σου ευφράνει – περιστασιακά έστω – καρδίαν. Είναι και οι υπέροχες, αγαπημένες μουσικές του Βέρντι, σε συνδυασμό με λιγοστά αλλά καίρια κομμάτια από τον πάντα εύστοχο Ντάριο Μαριανέλι («Άννα Καρένινα», «Εξιλέωση») που δίνουν διαρκώς, ταιριαστό ρυθμό – χτυποκάρδι χωρίς φάλτσα, αφοπλίζουν τον κυνισμό σου, και άντε μετά να μην παρασυρθείς στην – με πολλά ψεγάδια, αλλά αδιάντροπη – ορμή αυτού του φιλμ για ζωή.