ΟΛΑ ΟΣΑ ΦΑΝΤΑΖΟΜΑΣΤΕ ΩΣ ΦΩΣ (2024)
(PRABHAYAY NINACHATHELLAM)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Παγιάλ Καπάντια
- ΚΑΣΤ: Κάνι Κουσρούτι, Ντίβγια Πράμπα, Τσχάγια Καντάμ, Χρίντου Χαρούν, Αζίς Νεντουμανγκάντ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 118'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: CINOBO
Σ’ ένα νοσοκομείο της Βομβάης φέρνει κοντά τρεις γυναίκες με διαφορετικές επιθυμίες. Η μία να δεχθεί πως ο σύζυγός της, μετανάστης στη Γερμανία, δεν θα ξαναδώσει σημάδια ζωής, η δεύτερη να βρει την ιδιωτικότητα ενός μέρους όπου θα μπορέσει να κάνει σεξ με το αγόρι της και η τρίτη την ασφάλεια μιας στέγης, ακόμη κι αν χρειαστεί να επιστρέψει στο χωρίο της.
Επιτέλους! Ένα δείγμα world cinema με καθαρή ματιά, τίμιο στην προσέγγιση χαρακτήρων, τόσο κοντά στην αληθινή ζωή αφηγηματικά, χωρίς τις στερεοτυπικές «αγκυλώσεις» ενός… φεστιβαλικού προϊόντος. Μία φωτεινή εξαίρεση, που ακόμη κι αν δεν αγγίζει την τελειότητα, αφήνει ελπίδες για ένα ακόμη πιο αξιόλογο μέλλον για την Ινδή Παγιάλ Καπάντια, η οποία υπογράφει εδώ το fiction ντεμπούτο της.
Σε μια σύγχρονη Βομβάη κοινωνικών αντιθέσεων (που η Καπάντια καταγράφει με την πρότερη εμπειρία της ως ντοκιμαντερίστρια, δίχως λαϊκούς μελοδραματισμούς ή «φτιασίδια»), το «Όλα Όσα Φανταζόμαστε ως Φως» παρακολουθεί τους παράλληλους βίους τριών γυναικών με διαφορετικές φιλοδοξίες και άλυτα προβλήματα, οι οποίες συναντιούνται σ’ έναν κοινό εργασιακό χώρο, χωρίς ποτέ να ταιριάξουν στα θέλω τους. Η Πράμπα έχει «κλειδώσει» την καρδιά της ύστερα από τη φυγή του συζύγου της στη Γερμανία, ώσπου εκείνος ξεχνά σχεδόν ολοκληρωτικά την ύπαρξή της κι ο γάμος τους μετατρέπεται σε κάτι σαν ψευδή ανάμνηση. Η συγκάτοικός της, η Ανού, έχει χάσει τα μυαλά της για έναν νεαρό μουσουλμάνο, μα δεν μπορεί να ολοκληρώσει τη σχέση τους σαρκικά λόγω της απουσίας δικής τους στέγης. Την οποία κινδυνεύει να χάσει η Παρβάτι, από αδίστακτους εργολάβους που θέλουν να κατεδαφίσουν το χρέπι πολυκατοικίας όπου μένει για να χτίσουν έναν σύγχρονο ουρανοξύστη.
Το έργο χαρακτηρίζεται από μια ομορφιά συναισθημάτων και την απλότητα στον σχεδιασμό των χαρακτήρων, δίχως να υιοθετεί μια «ντουντούκα» φεμινιστικής ενδυνάμωσης (της μοδός…), παρατηρώντας και «αγγίζοντας» την παραμικρή στιγμή από την καθημερινότητα των ηρωίδων του, ανιχνεύοντας τα λεπτά όρια στις σχέσεις φιλίας, το δέσιμο, τη δοτικότητα, την ευσπλαχνία. Γύρω τους, μια διάθεση «ποιητικότητας» στα κάδρα του περιβάλλοντος της πόλης, που δεν επιδιώκει να κολακέψει την ασχήμια του κοινωνικού περίγυρου, τη μοναξιά ή την απόγνωση, αλλά ν’ αναζητήσει ψήγματα ευθραυστότητας που χωράνε την καλύτερη πλευρά του ψυχισμού (ακόμη και της ανθρωπότητας όλης).
Η Καπάντια δίνει στην ταινία μια παράξενα γοητευτική «αύρα» σε πλανοθεσία και ρυθμό, θυμίζοντας μ’ έναν τρόπο (όχι απαραίτητα σκόπιμο) τα πρώτα τρία έργα της φιλμογραφίας του Γουόνγκ Καρ Γουάι. Οι ερμηνείες των τριών πρωταγωνιστριών ξεγλιστράνε αβίαστα προς τον ρεαλισμό, με το πρόσωπο της Κάνι Κουσρούτι (ειδικά) να φαντάζει σαν «ακτινογραφία» των σκέψεων και των ψυχολογικών ερεθισμάτων της. Βασικό ατόπημα του «Όλα Όσα Φανταζόμαστε ως Φως», η αβεβαιότητα ή μάλλον η απουσία μιας ολοκλήρωσης σεναριακής, μιας κορύφωσης, που κάπως φευγαλέα φλερτάρει με το «φαντασιακό» κι αφήνει μια γεύση τυχαίου που δεν αρμόζει στο νοιάξιμο με το οποίο είχε αγκαλιάσει τις ηρωίδες της η Καπάντια. Είναι, όμως, η πρώτη της φορά, μόλις. Μπορούμε να ελπίζουμε σε κάτι ακόμη πιο… φωτεινό για τη συνέχεια.