POLINA: Ο ΧΟΡΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΖΩΗ ΜΟΥ (2016)
(POLINA: DANSER SA VIE)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Βαλερί Μιλέρ, Ανγκελίν Πρελιοτσάι
- ΚΑΣΤ: Αναστασία Σέβτσοβα, Βερόνικα Ζόβνιτσκα, Αλεξέι Γκούσκοβ, Νιλς Σνάιντερ, Ζερεμί Μπελινγκάρ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 108'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Ρωσίδα με κλίση στις movements ξεκινάει απ’ το petit jeté, πάει να γίνει Πλισέτσκαγια, της βγαίνει Σιλβί Γκιλέμ, χάνει τον ρυθμό της. Το ‘χει ή όχι και πώς θα το μάθει;
«Τι είναι ο χορός για σένα;» – «Χορός είναι κάτι που μου έρχεται και γίνεται από μόνο του.» – «Έτσι νομίζεις;». Η κομβικού νοήματος στιχομυθία, ανάμεσα στην αφελή παιδούλα και τον απαιτητικό πρώτο μέντορά της, θα μπορούσε ως συνυποδήλωση να βάλει σε σκέψεις κάθε κινηματογραφιτζή που καταπιάνεται θεματικά με την παρακαταθήκη της Τερψιχόρης. Γίνεται οι φούρλες και μόνο να απογειώσουν μια ταινία, όσο συστατικές της κι αν είναι; Το κοινό που στρώνει κώλο για το είδος, το οποίο αστεία-αστεία φέτος έγινε trend στην ημεδαπή (τα «Ο Χορευτής» και «Η Μπαλαρίνα και ο Μικρός Εφευρέτης» πούλησαν, «Η Χορεύτρια» όχι), γνωρίζει την απάντηση: να τη σηκώσουν λίγο ψηλότερα ναι, να τη θάψουν στις ανθοδέσμες εν μέσω standing ovation όχι.
Επίγνωση έχουν βέβαια σχεδόν πάντα και οι αποπειρώμενοι να φέρουν σιμά τα δύο πεδία, ακόμη και όσοι λυγίζουν υπό το βάρος τού φερόμενου σώματος (ολόκληρος Όλτμαν στο «The Company») ή της ποδηγέτησή τους από το studio και τα πιασάρικα (το franchise του «Step Up»). Développé από το φερώνυμο bande dessinée του Γάλλου Μπαστιάν Βιβές αλλά με αρκετές φιγούρες εμπνευσμένες από το βιογραφικό τού VIP της όρχησης Ανγκελίν Πρελιοτσάι, το συνσκηνοθετημένο από τον αλβανικής καταγωγής Φωνιαδάκη και τη γυναίκα του, Βαλερί Μιλέρ, δεύτερο μεγάλου μήκους της αποτελεί στο φινάλε κάτι σαν πιρουέτα ξεσηκωμένη απ’ το ορχηστικά και ταμειακά crossover classic «Φύλαξε τον Τελευταίο Χορό» (2001) και μεταφερμένη στο παρκέ τού ντοκιμαντερίστικου πορτρέτου τού αποστάτη Σεργκέι Πολούνιν, τόσο αισθητικά όσο και δραματουργικά. Ως τέτοιο, και εκτιμητέα χειραφετημένο από τη φαντεζίστικη πρεμούρα και των δύο, δεν γιουχάρεται αλλά και δεν μπορεί να κορδώνεται για encore.
Στην αφετηρία αυτού του διασυνοριακού ταξιδιού αυτοανακάλυψης και δύσκολης κατάκτησης τής grande προσωπικά εκφράσιμης δημιουργίας, η λιλιπούτεια Παλίνα (έτσι την προφέρουν οι tovarish, να τα λέμε αυτά…), ένα φύσει κινησιολογικό ζώο όπως το σημαίνον ελάφι που βλέπει στα χιόνια κυνηγώντας με τον Σιβηριανό πατέρα της, εγκλιματίζεται δύσκολα αλλά προκόβει σε σχολή μπαλέτου χάρη στον έμπειρο εκπαιδευτή που διακρίνει και διαπλάθει τις ακόμη άγουρες δυνατότητές της. Δουλεύει πιο σκληρά απ’ τις άλλες, κάτι που θα γίνει ίδιον της εργασιακής μεθόδου της, και οι θυσίες που κάνουν οι βιοπαλαιστές γονείς της μοιάζουν να πιάνουν τόπο όταν γίνεται δεκτή και ξεχωρίζει στα Μπαλσόι.
Το αντρόγυνο των filmer χαρίσματα Οντιάρ δεν διαθέτει -και σ’ αυτή την πρώτη position αίρεται με μικροδυσκολίες στο ύψος του, προχωρώντας μονταζιακά στις μύτες ανάμεσα στις routine ώστε να μην σκίσουν τα καλτσόν τους οι κοινοί τόποι: το handicap της ταπεινής καταγωγής και των δυσκολιών (η Γεωργιανή μάνα καθαρίστρια σε ένα μόνο πλάνο, ο σύζυγός της που αναγκάζεται να γίνει κοντραμπατζής για να ξεχρεώσει τα δίδακτρα της κόρης τους στον υπόκοσμο που του τρίζει τα δόντια σε μια υποπλοκή που θα γίνει λίγο παραπάνω ατελώς σχηματισμένα κότσι τού στόρι), και το ατού του δασκάλου που θα σταθεί ακόμη και με την υπολογισμένη σκληρότητά του καταλυτικά επιδραστικά πλάι στο ταλέντο της προστατευόμενής του (στα επεισόδια που επιχειρούν και καταφέρνουν έτσι κι έτσι να αδράξουν τη μυητική σχέση τους και την μπάρα ως σημείο συνάντησης δύο ατόμων πλασμένων για το milieu των plié).
Το ρομάντζο τής Παλίνα μ’ έναν Φραντσέζο συμφοιτητή θα την οδηγήσει στο να κλωτσήσει ένα στη χειρότερη στρωμένο στην καλύτερη λαμπρό μέλλον στη χώρα της και να τον ακολουθήσει στο Εξ-Αν-Προβάνς (η αληθινή έδρα του Πρελιοτσάι), όπου η ένταξή τους σε ομάδα μοντέρνου χορού θα αναγκάσει τον κύκνο των pointes να γίνει ασχημόπαπο των κολάν, ξεμαθαίνοντας το κλασικό στιλ ώστε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της διευθύντριας. Πρέπει να απελευθερωθεί από τα δεσμά της παιδείας της (Πούτιν, φρύαξε!), να πετάξει πιο κοντά στο έδαφος, να εντοπίσει την αλήθεια της έκφρασης, να υπηρετήσει κάτι καινούργιο. Μπορεί, όμως; Τα (και με κορμάκι) σολάκια της Ζιλιέτ Μπινός, φορμαρισμένη σε σιλουέτα και αέρα ακόμα μετά τις προ ετών παραστάσεις της με τον Άκραμ Καν, γίνονται η ατραξιόν εδώ ενώ στην ηρωίδα μας προτού καταλήξει στη βελγική Ανβέρ καρτέρι για τρικλοποδιά, αλλά… φυσικά διόλου τραβηγμένα απ’ τα μαλλιά όπως Χόλιγουντ, στήνουν πληγές στο σώμα ή στην καρδιά, το ξέκομμα από το σινάφι, ο νύκτωρ επαγγελματικός επαναπροσανατολισμός της.
Το «So You Think You Can Dance» αυτής της Σλάβας, που πρέπει να βρει τη γλώσσα και τη θέση της στη σκηνή (θα παραμείνει όμως σ’ αυτήν και υπό ποιες συνθήκες;) αφού μάθει να βλέπει τον κόσμο παραέξω, το αίρει, αν κι όχι σαν πούπουλο (το κλέψιμο moves των επιβατών σε μια βόλτα στο μετρό δεν το λες και νεωτερισμό, ειδικά όταν εξεικονίζεται στο πόδι), το λιτό στα όρια της αφαίρεσης τούλι τής πλοκής. Τα αλματάκια που την κρατούν απέριττη σε συνδυασμό με τον νατουραλιστικά αγκαζαρισμένο εικαστικό περίγυρο αδράχνουν την… πραγματικότητα της Παλίνα («βασισμένο σε χιλιάδες ανθρώπινες ιστορίες» που έλεγε και το slogan μιας άλλης ταινίας), δεν εξασφαλίζουν ωστόσο και μεγάλη αφηγηματική ευλυγισία αφής στιγμής τα βήματα τής τσούπρας θα τη βγάλουν πριν το make or break της προβλεπτά ξανά κοντά, πρώτα σε όσους πίστεψαν στην καριέρα της και μοιάζει να διαψεύδονται, κι έπειτα σ’ έναν διαφορετικό παρτενέρ. Μαζί του είναι ικανή επιτέλους να αρθεί στο κατάδικό της chassé, να σεργιανίσει με τη χάρη και το κάλλος ενός θηρίου κάτω απ’ τις νιφάδες στο staged δάσος του;
Ένώ οι 79D ράβουν καλά beat-ια στα ενδιάμεσα της σοβαρής μουσικής (μέχρι και Φίλιπ Γκλας) που ενεργοποιεί τα κουντεπιέ του θηλυκού étoile και του troop γύρω της, η λαμπάδα των Μαριίνσκι Αναστασία Σέβτσοβα, όχι τόσο στα corpus motum γενικά όσο στα κοντινά τής αρραγούς μα εκφραστικής πορσελάνινης μάσκας που έχουν συνδιαμορφώσει μια εθνική κουλτούρα και το προσωπικό της ορμέμφυτο αριστείας, πρωτοεμφανιζόμενη στο πανί, δεν διεκδικεί υποκριτικές δάφνες αλλά όντως ντύνεται το σε ποικίλα χορευτικά ύφη και στάδια ζωής (Πέσε. Ξανασήκω. Στραβοπάτα. Αυτοσχεδίασε.) τριπάκι της προς το εκπληρωτικό «γνώθι σαυτόν». Προφυλάσσοντας από το κούτσεμα αυτό το ψιλοχλιαρά αγαπησιάρικα αφιερωματικό στην τέχνη που διακονεί μέσα (και καλύτερα) απ’ την Έβδομη, υποφερτά ασταθές pas de deux. Γιατί και ρήξη πρόσθιου χιαστού και ταλαιπωρημένος απ’ τη χρήση σκελετός δύσκολα παλεύονται…