ΟΙΚΤΟΣ (2018)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματική Κωμωδία
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μπάμπης Μακρίδης
- ΚΑΣΤ: Γιάννης Δρακόπουλος, Εύη Σαουλίδου, Μάκης Παπαδημητρίου, Νότα Τσερνιάφσκι, Τζωρτζίνα Χρυσκιώτη, Νίκος Καραθάνος, Παναγιώτης Τασούλης, Ευδοξία Ανδρουλιδάκη, Κώστας Ξυκομηνός, Κώστας Κoτούλας, Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου, Βίκτωρ Αρδίττης
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 97'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: STRADA FILMS
Με τη σύζυγό του σε κωματώδη κατάσταση εντός κλινικής, ένας άνδρας περιφέρει «θριαμβευτικά» το δράμα του στον καθημερινό του περίγυρο, σχεδόν απαιτώντας τον οίκτο των συνανθρώπων του.
Όπως και το 2012, με το «L» (μια ταινία που έτυχε άγριας αδιαφορίας από το ελληνικό κοινό, ακόμη και του δήθεν «art-house»), ο Μπάμπης Μακρίδης και ο σεναριογράφος Ευθύμης Φιλίππου επιστρέφουν ως συνέταιροι στο έγκλημα, ειρωνικά ζητώντας τον… «Οίκτο» σας (γι’ αυτό που διαπράξατε την περασμένη φορά, ίσως;). Τον αξίζουν, αν και σε τούτη τη χώρα, πλέον, δεν ξέρεις τι και ποιον να πρωτολυπηθείς. Έναν δικηγόρο και πατέρα, με σύζυγο σε κώμα εδώ και καιρό; Σε περίπτωση που το σκέφτεσαι, έχει και σκύλο. (Μόλις «τσίμπησες».)
Περιβάλλον αστικό. Βολεμένο. Ευάερο και ευήλιο διαμέρισμα που βλέπει Σαρωνικό, φάτσα στην παραλιακή. Pet με καλούς τρόπους. Το παιδί με το πιάνο του. Ο κύριος του σπιτιού, σαραντάρης, κοστουμαρισμένος πάντα λόγω επαγγέλματος, με ζωή σε λούπα. Κλάμα γοερό με το που ξυπνάει, cake από τη γειτόνισσα κατά τη διάρκεια του πρωινού, για να πάει καλά η μέρα, βόλτα από το στεγνοκαθαριστήριο για μια επιπλέον δόση λύπησης από τον ιδιοκτήτη του, γραφείο δικηγορικό μέσα στην πίκρα. Μπροστά από έναν πίνακα θαλασσινού τοπίου, σε ανοιχτά, «ελληνοπρεπή» χρώματα χαράς κι υπερηφάνειας. Επίσκεψη στην κλινική, «χαρούμενη» συνύπαρξη με συγγενείς και φίλους ασθενών σε χώρους αναμονής, ενίοτε και μια επίσκεψη στον πατέρα που ζει μονάχος ή στην παραλία για μπάνιο και ρακέτες μ’ έναν φίλο, για να «ξεχαστεί». Και να χαρεί και το σκυλί.
Ο ήρωας του Μακρίδη έχει επαναπαυτεί σε αυτή τη ρουτίνα εδώ και μήνες. Τον ικανοποιεί, πια. Αν του κάτσει και κανένα «τυχερό» στη δουλειά, προσθέτει και πελάτες με υποθέσεις δολοφονίας ή κάποιας άλλης δυστυχίας που τους βρήκε έξαφνα. Θα τους «ανακρίνει» πάντα με μέθοδο που θα τους θυμίζει ανθρώπους που χάσανε, έτσι ώστε να κλάψουν μαζί. Και θα δείξει συμπαράσταση. Θα μοιραστεί και τον δικό του πόνο. Κι όλοι μαζί θα βρουν τη θαλπωρή. Ο ένας στον οίκτο του άλλου. Μέσα στα δάκρυά τους.
Έχοντας γνωρίσει (και ταυτιστεί αρκετά με) το σουρεαλιστικό χιούμορ / σύμπαν του «L» ή και των υπόλοιπων δουλειών του Φιλίππου (μέσω του σινεμά, του θεάτρου και των εκδόσεών του), περίμενα εδώ έναν πιο βάναυσο και ταυτόχρονα κωμικό κυνισμό, ένα κάποιο «pump up the volume» σε χιουμοριστικούς (και προφανώς μακάβριους) τόνους. Προσωπικά, με άφησε αμήχανο η επιλογή τους να μην «τσιτώσουν» τις ευκαιρίες που έδινε το σενάριο, χωρίς να τολμώ να πω ότι δεν απόλαυσα την κλινική ψυχρότητα της καθημερινότητας του ήρωα, σε τρομακτική αντιδιαστολή με τη θέα από το διαμέρισμά του, αυτή τη σχεδόν «τουριστική» λάμψη του ελληνικού φωτός, όπως αντανακλά στο «ποιητικό» γαλανό της θάλασσας (σχεδόν κλείσιμο ματιού στη σκηνή με το «Από Σένα Αρχίζουν Όλα» των Πρετεντέρη / Πλέσσα στην «Κινέττα»!). Σε έναν τόπο τόσο χαρισματικό και ζηλευτό, μια ολόκληρη φυλή τείνει να φετιχοποιεί τον ανθρώπινο πόνο, να εκμεταλλεύεται τη συμπόνοια, να προκαλεί το αίσθημα του οίκτου για να επιβιώσει. Είναι ένα σκληρό θέμα και δεν θα έπρεπε να το σαρκάζουμε, ίσως. Η ταινία του Μακρίδη, όμως, δεν θέλει και ούτε μπορεί να είναι ένα σκέτο δράμα για το σήμερα. Το αστικό περιβάλλον του ήρωα, άλλωστε, δεν συντονίζεται με τον οίκτο της πλειοψηφίας του λαού και των δεινών μιας (πανευρωπαϊκά) καταστροφικής οικονομίας (και των πολιτικών της). Προς Θεού! Ποιος από εσάς λυπάται έναν δικηγόρο;
Σε ένα κλίμα επικαιρότητας στο οποίο ένα (δολοφονικό, εν τέλει) λιντσάρισμα δεν είναι ικανό να προκαλέσει τον οίκτο του μέσου πολίτη που κατευθύνεται από τα Μέσα προς λύσεις αρχέγονης βίας, με αρκετά κοινωνικά στρώματα σε βραδυφλεγή κατάσταση ετοιμότητας, ικανά να μπαρουτιάσουν και να ανατινάξουν τα πάντα εντός ολίγου (για την «πατρίδα» και τη «θρησκεία», οπωσδήποτε…), ο «Οίκτος» μπορεί να φαντάζει ειρωνικά… ρομαντικός όσον αφορά την Ελλάδα του 2018. Ένας τόπος «εξαπάτησης» (αυτό υποτίθεται πως πρέπει να κάνει το σινεμά, άλλωστε) απέναντι στον ρεαλιστικό τρόμο των βιωμάτων που καταλήγουν να δημοσιοποιούνται σήμερα (χωρίς να θέλουμε να φανταστούμε εκείνα που δεν γίνονται ποτέ γνωστά…), ιδωμένος κατ’ επιλογήν στο πλαίσιο μιας τάξης «εκλεκτών», αποτραβηγμένης από την πραγματικότητα. Το φιλμ, τοποθετημένο με στυλιζαρισμένη αυστηρότητα στο αποστειρωμένο πλαίσιο ζωής του ήρωα, δεν επικοινωνεί ποτέ με τον έξω κόσμο, πολιτικά ή κοινωνικά, μάλλον όχι εξαιτίας «σνομπισμού» αλλά αδυναμίας να αναζητήσει ίχνη οίκτου στο lumpen, το μίζερο, το ακραίο (ή το άλλο άκρο, αν θες). Είναι μια κοινή γραμμή που ακολουθείται τα τελευταία χρόνια από τους Έλληνες δημιουργούς του… πάλαι ποτέ (λανθασμένα αποκαλούμενου για να «πουληθεί» στα ξένα φεστιβάλ) «weird wave», ο «ευνουχισμός» του θεατή από την πραγματικότητα (ίσως γι’ αυτό κι εκείνος να απαντά με μια αδιαφορία, καθώς η φιλμική δράση δεν κάνει «διάλογο» με τη δική του ανάγκη / αναζήτηση ταύτισης). Στην τελική, σπάνια ο… οίκτος του δικού μας κοινού συνάντησε αυτού του είδους το (ελληνικό) σινεμά.
Παρά τα εμπόδια και τις σκέψεις που μπορεί να προβληματίζουν ως προς την ιστορία και την εμβάθυνση στην ταυτότητα των χαρακτήρων του «Οίκτου», το φιλμ βρίσκει τον Μακρίδη σε πολύ καλύτερη φόρμα από το «L». Κατανοώντας περισσότερο τους κανόνες της αφήγησης (όσο κι αν θέλουν να «αναρχίζουν» οι εμβόλιμες κάρτες), ρυθμούς και timing στο μοντάζ, με τη δεύτερη (μόλις) ταινία μεγάλου μήκους που σκηνοθετεί, κατακτά μια σοβαρή θέση στην A-list των Ελλήνων δημιουργών, με ένα «αποτύπωμα» ιδιότυπου χιούμορ που σε κάμποσα σημεία θα σε κάνει να γελάσεις (ή να μειδιάσεις). Από την εντολή προς το παιδί, να σταματήσει να παίζει στο πιάνο γιατί οι γείτονες μπορεί να νομίσουν ότι διασκεδάζουν, την αφήγηση του δραματικού φινάλε μιας ταινίας που διακόπτει μια παρτίδα bridge, έως τη χρήση ενός… δακρυγόνου, ο Μακρίδης (και ο Φιλίππου, φυσικά) επιχειρεί να απομακρύνει την ψυχολογία του θεατή από το να εστιάσει στην τραγικότητα και, έστω χαμηλότονα, δίνει αστείες ανάσες στο δράμα… όλων μας, υποστηριζόμενος από τη σαρωτική παρουσία του Γιάννη Δρακόπουλου, ο οποίος βρίσκεται παρών σχεδόν σε κάθε κάδρο του φιλμ! Τυποποιημένος ως κωμική φιγούρα μέχρι… χθες, ο ηθοποιός δείχνει σαν να έχει πατήσει «pause» στο συναίσθημα και την εκφραστικότητα του προσώπου του, υποδυόμενος εξαιρετικά έναν ήρωα που δύσκολα θα κέρδιζε τον… οίκτο μας (με τέτοια φάτσα), τονίζοντας έτσι και τα όποια σημεία αυτοσαρκασμού της ταινίας.
Χωρίς να με έχει σοκάρει (ή και ξαφνιάσει) η επιλογή του φινάλε, βγαίνοντας από την προβολή του «Οίκτου» αναζητούσα στη μνήμη μου άλλα κινηματογραφικά έργα που θα έκαναν… καλή παρέα με την ταινία του Μακρίδη και κατέληξα στο αριστουργηματικό (και σαφώς παραγνωρισμένο) «Ελεύθερος Ωραρίου» (2001) του Λοράν Καντέ. Κυρίως διότι ο ήρωάς του είναι επίσης ένας μοναχικός άνδρας που περιφέρεται καθημερινά ως έρμαιο μιας απατηλής ρουτίνας, η οποία (μάλλον μοιραία) κάποια στιγμή θα καταρρεύσει, με καταστροφικές για τους γύρω του συνέπειες. Θα ήταν ωραίο να παιζόταν κάποτε σε ένα double feature. Απλά, φοβάμαι πως ύστερα από την παρακολούθηση και των δύο μαζί, η αίθουσα θα γέμιζε… πτώματα!