ΜΙΚΡΗ ΜΟΥ ΣΟΛΑΝΖ (2022)
(PETITE SOLANGE)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Αξέλ Ροπέρ
- ΚΑΣΤ: Τζέιντ Σπρίνγκερ, Λεά Ντρουκέρ, Φιλίπ Κατρίν, Κλοέ Αστόρ, Γκρεγκουάρ Μοντανά
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 86'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: WEIRD WAVE
Οι γονείς της μικρής Σολάνζ γιορτάζουν την εικοστή επέτειο του γάμου τους. Στην πραγματικότητα, όμως, το ζευγάρι τσακώνεται διαρκώς, ο σύζυγος ίσως απιστεί και το πράγμα μάλλον πηγαίνει για χωρισμό, προκαλώντας ένα στενάχωρο αδιέξοδο για τη Σολάνζ.
Η μάστιγα της «νέας τάξης πραγμάτων» στο σινεμά – και δη το… «φεστιβαλικό». Γυναίκα σκηνοθετεί δραματάκι αντίστοιχης κατανάλωσης, έχει γράψει και το «σενάριο», διότι πιθανότατα κουβαλάει κάτι παρόμοιο εμπειρικά και, κατόπιν, το ταλαίπωρο κοινό βρίσκεται αντιμέτωπο με μία… μη ταινία!
Αν μη τι άλλο, ακόμη και χωρίς να έχει να πει κάποια σπουδαία ιστορία, το γαλλικό σινεμά είχε (σχεδόν ανέκαθεν) τη φήμη της… φλυαρίας στους διαλόγους. Μπορεί να μην συνδυαζόντουσαν πάντοτε σωστά αυτά τα δύο, αλλά ίσχυε έστω το ένα. Και κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα φιλμ άξιζε να κριθεί. Στη «Μικρή μου Σολάνζ», όμως, δεν υφίσταται ούτε ιστορία, ούτε και κάποιοι καλοδουλεμένοι διάλογοι οι οποίοι θα επεξεργάζονταν σοβαρά τους χαρακτήρες του έργου. Εννοείται πως δεν είχα απαιτήσεις να παρακολουθήσω ένα 13χρονο κορίτσι να ξεστομίζει υπαρξιακές εξομολογήσεις, όμως, εδώ οτιδήποτε ενήλικο… ή δεν μιλά ή η Αξέλ Ροπέρ επιλέγει να μας το παρουσιάζει από απόσταση, δίχως τη συνοδεία ήχου στις κουβέντες, ενίοτε απλά σαν να κρυφακούμε για να καταλάβουμε τι λέγεται! Όταν ο βασικός σκελετός του (υποτιθέμενου) σεναρίου βασίζεται πάνω στην κατάρρευση ενός παντρεμένου ζευγαριού, με πρώτες ενδείξεις επερχόμενου διαζυγίου, οφείλουν να υπάρχουν αιτίες και σκηνές που ξεκαθαρίζουν τη στάση της κάθε πλευράς, καθώς ο θεατής πρέπει (ως είθισται στο πλαίσιο ταύτισης) να επιλέξει τη θέση που θα πάρει απέναντι στα δρώμενα. Αντ’ αυτού, κυριαρχεί η ασάφεια και κάποια υπονοούμενα περί σχέσης απιστίας του πατέρα με υπάλληλο του καταστήματος μουσικών οργάνων που έχει.
Με το άλλοθι της εφηβικής, κοριτσίστικης αθωότητας, η Ροπέρ αφηγείται το χρονικό ενός χωρισμού με τρόπο «παιδιάστικο» και σχεδόν αφηρημένο, ακολουθώντας με την κάμερά της τη Σολάνζ σε στιγμές όπου «χάνεται» τριγυρνώντας στον έξω κόσμο και περιμένοντας ένα δείγμα στήριξης από τον μεγαλύτερο αδελφό της, ο οποίος έχει φύγει στο εξωτερικό και αναζητά να βρει ένα κάποιο όραμα που θ’ ακολουθήσει (πάλι ελαφρώς ασαφώς…) στη ζωή του. Γενικά, στη «Μικρή μου Σολάνζ» συμβαίνει ένα μεγάλο… τίποτα, ευτυχώς σχετικά μικρής διάρκειας, διότι σε αντίθετη περίπτωση θα δοκιμάζαμε να διαπράξουμε κι εμείς αυτό που επιχειρεί (;) να κάνει η ηρωίδα σε στιγμή μέγιστης απογοήτευσης. Ασαφές κι αυτό, προφανώς! Όπως και το χρονικό «κενό» που το ακολουθεί, εντελώς αδικαιολόγητα για την αφήγηση και την εξέλιξη του έργου.
Η συνολική συναισθηματική αδιαφορία της Ροπέρ, που λειτουργεί με προφανή και σχηματικό τρόπο μονάχα σε ότι έχει να κάνει με την Σολάνζ, αποκλειστικά και μόνο λόγω της ηλικίας της, οδηγεί σε ένα… μη φινάλε (άλλο τεράστιο φιλμικό πρόβλημα τούτης της εποχής κι αυτό), το οποίο σχεδόν δεν ενοχλεί διότι και όλα όσα προηγήθηκαν στο φιλμ στερούνταν σημασίας και λόγου ύπαρξης. Γιατί να μας νοιάζει το πώς θα ολοκληρώνεται μια ιστορία, όταν δεν υπάρχει κάτι τέτοιο σε μια ταινία;