Ο ΠΕΡΣΙ ΤΖΑΚΣΟΝ & Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΩΝ ΤΕΡΑΤΩΝ (2013)
(PERCY JAKSON: SEA OF MONSTERS)
- ΕΙΔΟΣ: Περιπέτεια Φαντασίας
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Θορ Φρόιντενθαλ
- ΚΑΣΤ: Λόγκαν Λέρμαν, Αλεξάντρα Νταντάριο, Ντάγκλας Σμιθ, Λέβεν Ράμπιν, Μπράντον Τ. Τζάκσον
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 106’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Το αόρατο τοίχος που προστατεύει την κατασκήνωση / καταφύγιο των ημίαιμων παιδιών των Ολύμπιων Θεών από όλους τους μεταφυσικούς εχθρούς τους καταρρέει και ο – γιος του Ποσειδώνα – Πέρσι, παρέα με τους κολλητούς του, αλλά και τον νεοαφιχθέντα, ετεροθαλή αδελφό του, κύκλωπα Τάισον, ξεκινά περιπέτεια αναζήτησης τού – με αναγεννητικές ικανότητες – Χρυσόμαλλου Δέρατος, αλλά και του πεπρωμένου του.
Οι πωρωμένοι ακριβολόγοι της ελληνικής μυθολογίας ούρλιαξαν ήδη από την προηγούμενη, προ τριετίας, πρώτη – βασισμένη στην ομότιτλη, λογοτεχνική πενταλογία του Ρικ Ράιορνταν – ταινία της σειράς, «Ο Πέρσι Τζάκσον και οι Ολύμπιοι: Η Κλοπή της Αστραπής», οργισμένοι με τα… αμερικανάκια που θέλουν να τα κάνουν όλα δικά τους. Προφανώς και κατηγορηματικά, ούτε αυτή, η δεύτερη περιπέτεια του (Αμερικανού) ημίθεου Πέρσι, είναι γι’ αυτούς. Όλοι οι υπόλοιποι, όμως, πιο ψύχραιμοι, ούτε θα φρίξουν, ούτε θα αγανακτήσουν, ούτε άσχημα θα περάσουν (ειδικά αν αποφύγουν την ακριβότερη, αλλά παντελώς αχρείαστη προβολή του 3D).
Αν και μας πρωτοσυστήθηκε ως 16χρονος – 4 χρόνια μεγαλύτερος από τον, 12χρονο στο πρώτο βιβλίο, συνώνυμό του – για να ξεκαθαρίσει εξαρχής πως απευθύνεται στο περιζήτητο κοινό των «Νεαρών Ενήλικων» (Young Adults, αγγλιστί), που μέσα στην τελευταία 10ετία ανέδειξε σε απόλυτα pop φαινόμενα τα «Χάρι Πότερ», «The Twilight Saga» και «Αγώνες Πείνας» (και ετοιμάζεται να περιποιηθεί ομοίως τα προσεχή «Divergent», «Ender’s Game» και «Vampire Academy»), ο κινηματογραφικός Πέρσι (προς το παρόν τουλάχιστον, μέχρι και αυτή, τη δεύτερη ταινία του) κάνει περισσότερο κλικ με παιδιά στην αφετηρία της εφηβείας (12χρονα και 13χρονα, δηλαδή) και κάτω. Όπως και στο, δια χειρός τού… παλιμπαιδιστή Κρις Κολόμπους (που εδώ εκτελεί μόνο χρέη παραγωγού), πρώτο φιλμ, τα – στη διαπασών κατά την εφηβεία – ερωτικά και σεξουαλικά σκιρτήματα ούτε καν υπονοούνται, παρόλο που πλην της κολλητής του, κόρη της Αθηνάς, Άναμπεθ, της – «θεογκομενάρας» στον τελευταίο «Δολοφόνο με το Πριόνι» – Νταντάριο, ο Πέρσι κάνει εδώ χωριό και με την ανταγωνίστριά του αρχικά, ορμητική κόρη του Άρη, Κλαρίς (Ράμπιν).
Ταυτόχρονα, ενώ το αγκάθι της Διαταραχής Ελλειμματικής Προσοχής & Υπερκινητικότητας, που ταλαιπωρεί τον Τζάκσον στα πρώτα βιβλία της σειράς, προσπεράστηκε αναίμακτα, μεγαλώνοντάς τον μια τετραετία για το σινεμά, εκείνο της δυσλεξίας του, που αναφέρθηκε μόνο ακροθιγώς πριν από τρία χρόνια, τώρα απλά παύει να υφίσταται, μην αφήνοντας το παραμικρό ίχνος στο χαρακτήρα και στο σύμπαν του. Ένα σύμπαν ασπρόμαυρο, όπου το καλό και το κακό είναι ευδιάκριτα ξέχωρα, η εφηβεία κάθε άλλο πάρα εκ των έσω ταραχώδης, χαοτική ή διεγερτική, οι χαρακτήρες ελάχιστα έως καθόλου γκρίζοι, ο θάνατος (των «καλών») αναστρέψιμος, και η ιδέα τού «το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον» όχι απαραίτητα κακή, ενώ ένας – σαν τη μύγα μες το γάλα – Αφροαμερικανός δηλώνει μεν – πολιτικά ορθώς – παρών περιορίζεται δε, ξανά, στον ακόμα μικρότερο αυτή τη φορά ρόλο του σάτυρου / sidekick / comic relief. Ως εκ τούτου, τίποτα σοβαρό δε διακυβεύεται εδώ: τα διλήμματα είναι ανάλαφρα και περαστικά, το κόστος των αποφάσεων και ανάληψης ευθύνης μικρό, οι λύσεις εύκολες και οι κοινωνικοπολιτικές ανησυχίες επιφανειακές. Με άλλα λόγια, αγωνία και σασπένς για το τι μέλλει γενέσθαι, ουσιαστική εξέλιξη των ηρώων προς την ενηλικίωση ή αλληγορικά, αφυπνιστικά μηνύματα για την αποκρυπτογράφηση της αλήθειας στη σκληρή πραγματικότητα εκεί έξω, δεν κάνουν εδώ παιχνίδι.
Ωστόσο, τούτη η υπερβολικά φιλική «Θάλασσα των Τεράτων» δε στερείται εντελώς αρετών. Ως εύπεπτη, εφήμερη… αναψυκτική διασκέδαση έχει το απαραίτητο γνώθι σαυτόν, ώστε να μην αποξενώνει και κακοκαρδίζει τους πιο υποψιασμένους, απαιτητικούς, νεαρούς και μη ενήλικους θεατές. Αφενός αντισταθμίζει την αδικαιολόγητη απουσία σεξουαλικής συνείδησης και επιθυμίας των ηρώων της με μια υποδειγματική, ουσιαστικά ίση αντιμετώπιση κοριτσιών και αγοριών, αποφεύγοντας τα περισσότερα (μη σου πω όλα τα) προκάτ κλισέ ρόλων των δύο φύλων που έχει σκαρφιστεί ως (εκβιαστικά) φυσιολογικά η Δυτική κουλτούρα: οι μαμάδες εδώ είναι εξίσου απούσες με τους μπαμπάδες, τα κορίτσια δεν αντικειμενοποιούνται ούτε λεπτό, κηδεμόνες των ημίθεων / επικεφαλής της κατασκήνωσης είναι ο ελάσσων, ηδυπαθής θεός Διόνυσος και ο κένταυρος Χείρων, μεγαλύτερος ανταγωνιστής τού Πέρσι και πιο ρωμαλέα και φιλόδοξη από αυτόν, είναι η Κλαρίς, ενώ ανοιχτό παραμένει το ερώτημα αν εκείνος που θα εκπληρώσει την καταλυτική για το μέλλον των Ολύμπιων, προφητεία περί Κρόνου, θα είναι αγόρι ή κορίτσι.
Αφετέρου, το φιλμ εξισορροπεί την παντελή, από κάθε άποψη έλλειψη αιχμηρότητάς του με ένα high-tech θέαμα / τσίρκο φαντασμαγορίας, που ποντάρει όχι πάντα εύστοχα, αλλά σωτήρια συχνά στην πλάκα και στην κωμωδία (διασώζοντας το τελικό αποτέλεσμα από τη βαρύγδουπη σοβαροφάνεια) και – κυρίως – βρίθει θαυμάσιων αναφορών στην pop κουλτούρα. Πάρε βαθιά ανάσα: α) ο Άντονι Χεντ που αντικαθιστά τον Πιρς Μπρόσναν στο ρόλο του Χείρωνα, ενσάρκωνε επί 7 συναπτά έτη τον Ρούπερτ Τζάιλς – μέντορα της βαμπιροφόνισσας Μπάφι, στο υπερ-cult τηλεοπτικό «Buffy the Vampire Slayer» του Τζος Γουίντον («Οι Εκδικητές»), β) ο θυμωμένος, παραμελημένος γιος του Ερμή, Λουκ, ερμηνεύεται και πάλι από τον Τζέικ Έιμπελ – ετεροθαλή και εντέλει αδικοχαμένο αδελφό των Γουίντσεστερ στο επίσης cult τηλεοπτικό «Supernatural», γ) ο Ερμής με τη σειρά του κρατά για την πάρτη του τις καλύτερες ατάκες του φιλμ, απολαυστικά ξεστομισμένες από τον – ηθοποιό φετίχ του Γούιντον – Νέιθαν Φίλιον, που σχολιάζει εύστοχα και την τρέχουσα τηλεοπτική επιτυχία του, «Castle» (ο Πέρσι και η Άναμπεθ, λέει, συμπληρώνουν ο ένας τις προτάσεις του άλλου, όπως ακριβώς ο Κασλ και η Μπέκετ στο «Castle») και το βιαστικά κομμένο, μετά τον πρώτο του κύκλο, γουιντονικό «Firefly» (οι καλύτερες σειρές, παρατηρεί, δε χωρούν για πολύ στη mainstream TV), δ) η αντιρατσιστική απάντηση της Άναμπεθ στον Τάισον πως δε χρειάζεται την Ομίχλη, που τον μεταμφιέζει από μονόφθαλμο κύκλωπα σε «κανονικό» άνθρωπο, για να γίνει αποδεχτός είναι δίδυμη εκείνης της αποστομωτικής της Mystique στον Nightcrawler, στο παραλίγο αριστουργηματικό «X-Men 2» – «Γιατί δεν θα έπρεπε να είμαι υποχρεωμένη να το κάνω» του λέει όταν εκείνος αναρωτιέται γιατί, αφού, ως ανθρώπινος χαμαιλέοντας, μπορεί εύκολα να αλλάξει την εμφάνισή της και να μοιάζει με όλους τους «φυσιολογικούς» άλλους, δεν το κάνει, ε) η σκηνή στο νησί με τη σαρκοφάγο του Κρόνου φέρνει ουκ ολίγο, νοσταλγικά στο μυαλό αναμνήσεις από τα τελευταία λεπτά των «Κυνηγών της Χαμένης Κιβωτού»…