FreeCinema

Follow us

PEPPERMINT (2018)

  • ΕΙΔΟΣ: Περιπέτεια Δράσης
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Πιερ Μορέλ
  • ΚΑΣΤ: Τζένιφερ Γκάρνερ, Τζον Γκάλαγκερ Τζούνιορ, Τζον Ορτίζ, Χουάν Πάμπλο Ράμπα, Άνι Ιλόνζε
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 101'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER

Χαροκαμένη γυναίκα βλέπει τους δολοφόνους συζύγου και κόρης να τη σκαπουλάρουν, καθώς επίορκοι δικαστές και διεφθαρμένοι αστυνομικοί καθαρίζουν για λογαριασμό τους. Εκείνη κάνει υπομονή, μένει στο παρασκήνιο και όταν κάποια χρόνια μετά νιώθει έτοιμη, αρπάζει τα όπλα γυρεύοντας εκδίκηση. Ο Νόμος τώρα είναι στα χέρια της…

Αφού με την «Αρπαγή» (2008) μεταμόρφωσε εν μια νυκτί τον Λίαμ Νίσον σε action hero, ο Γάλλος σκηνοθέτης Πιερ Μορέλ δείχνει αποφασισμένος με τούτο εδώ να επαναφέρει την Τζένιφερ Γκάρνερ στις ρίζες της. Πριν από τις μεγάλες… αποτυχίες των «Daredevil» (2003) και «Electra» (2005), που μάλλον έπαιξαν τον ρόλο τους ώστε να καθιερωθεί στη συνέχεια ως πρωταγωνίστρια αισθηματικών κομεντί, η Γκάρνερ είχε ξεκινήσει την καριέρα της πλακώνοντας στο ξύλο τους πάντες μέσω του τηλεοπτικού «Alias». Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε, βέβαια, ποτέ όμως δεν είναι αργά για ένα νέο ξεκίνημα, πόσω μάλλον όταν οι ταινίες τύπου vigilante είναι ξανά στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Όχι δηλαδή πως από τη στιγμή που καθιερώθηκε ο όρος με τον «Επισκέπτη της Νύχτας» (1974), είχαν ποτέ σταματήσει να αφορούν ως είδος, αλλά κάτι με το remake του «Death Wish», το sequel του «The Equalizer» και το «Μαζί ή Τίποτα», φαίνεται να υπάρχει εσχάτως ένα μεγαλύτερο σχετικό ρεύμα.

Εάν έπρεπε με κάτι να παραλληλίσουμε τούτο το φιλμ αυτοδικίας, αυτό του Φατίχ Ακίν με την Ντιάνε Κρούγκερ να γυρεύει στην Αττική τους νεοναζί δολοφόνους του άνδρα και του γιου της (ένα από τα χειρότερα της περσινής σεζόν, σύμφωνα με τον Ηλία Φραγκούλη), μοιάζει σαν το πλέον κατάλληλο από τα πρόσφατα προαναφερθέντα, με το πνεύμα προβληματισμού περί ακροδεξιάς να εκλείπει (φυσικά). Δεν είναι μόνο η γυναικεία πρωταγωνιστική παρουσία που οδηγεί το μυαλό προς τα εκεί, αλλά και το (πολύ μικρότερο σε διάρκεια) δικαστικό background που ξετυλίγεται, το οποίο εκθέτει τα θεμέλια ενός σάπιου ή προβληματικού συστήματος απονομής δικαιοσύνης. Κάτι αντίστοιχο έκανε και ο «Νομοταγής Πολίτης» (2009), με τον οποίον μοιράζεται πολλούς κοινούς τρόπους δράσης το «Peppermint», με την κατάληξη όλων ανεξαιρέτως των θλιμμένων, οργισμένων και αλύτρωτων κεντρικών ηρώων των ταινιών αυτών να είναι η ίδια: στα όπλα, γιατί το δίκιο σου το παίρνεις με αίμα.

Η Ράιλι Νορθ είναι μια αφοσιωμένη, εργαζόμενη μητέρα και σύζυγος. Η δεκάχρονη κόρη της αποτελεί το φως της ζωής της, ενώ ο άντρας της δουλεύει σκληρά για να αντεπεξέλθει στις οικονομικές δυσκολίες τους. Εξαιτίας αυτών, θα βρεθεί μπλεγμένος με βρωμοδουλειά που σχετίζεται με τοπικό βαρώνο των ναρκωτικών, με αποτέλεσμα να γίνει ο ίδιος στόχος. Κατά τη διάρκεια οικογενειακής εξόδου, τα πρωτοπαλίκαρα του ναρκοέμπορα τους την έχουν στημένη κι ανοίγουν πυρ ομαδόν, σκοτώνοντας πατέρα και κόρη κι αφήνοντας τη γυναίκα βαριά τραυματισμένη. Η Ράιλι ανακτά τις δυνάμεις της, αναγνωρίζει τους δράστες των δολοφονιών, όμως η δίκη που ακολουθεί αποδεικνύεται… operetta. Εν συνεχεία, εξαφανίζεται από προσώπου γης, για να επανεμφανιστεί πέντε χρόνια μετά σαν μία πραγματική πολεμική μηχανή που μοναδικό της στόχο έχει την εκδίκηση. Βάζει στο μάτι καθαρίζοντας έναν-έναν τους φονιάδες της οικογένειάς της και όσους συνδέονται με την αθώωσή τους, έχοντας σαν απώτερο στόχο τον ίδιο τον αρχηγό του cartel.

Ο Μορέλ δεν χάνει καθόλου χρόνο με αχρείαστες σεκάνς σκληρής «προπόνησης» που θα μεταμορφώσουν μια τυπική εργαζόμενη μητέρα σε τιμωρό κι εκδικήτρια, η οποία μάλιστα έχει σαν απαράβατο κανόνα (από τη στιγμή που αποκτά τη «νέα» της ταυτότητα) να μην παίρνει ποτέ ομήρους, αλλά να τελειώνει επιτόπου τη «δουλειά». Μετά τα σύντομα εισαγωγικά που ορίζουν το πλαίσιο των χαρακτήρων και του στόρι, όπου μεταξύ άλλων γινόμαστε μάρτυρες της… περιφρόνησης της Ράιλι προς την τακτική του «οφθαλμός αντί οφθαλμού» μέσω σχετικής κουβέντας προς την κόρη της (μην ανησυχείτε, στη συνέχεια αλλάζει γνώμη), οι γροθιές και τα πιστόλια παίρνουν φωτιά με έναν τρόπο που σπάνια θέτει υπό αμφισβήτηση το ορθόν της αυτοδικίας. Αυτό οδηγεί σε επικίνδυνα ιδεολογικά μονοπάτια το φιλμ (όπως και όλα του genre, μηδενός εξαιρουμένου), για ποιον λόγο όμως να γνωρίζει αποδοχή από σημαντική μερίδα της κριτικής το «Μαζί ή Τίποτα», λόγου χάρη (βάζω και τον εαυτό μου σε αυτήν, καθώς ομολογώ πως μέχρι ενός σημείου δεν ενστερνίζομαι απόλυτα την κάκιστη γνώμη που έχει εκφράσει γι’ αυτό ο Η.Φ.), ενώ τούτο (όπως και η πλειονότητα των ανάλογων υπολοίπων) να ρίχνεται στο πυρ το εξώτερον; Είτε έχεις πάρει στο κυνήγι φασίστες νεοναζί που δεν δίνουν δεκάρα για την ανθρώπινη ζωή, είτε Λατίνους gangster (όλοι οι κακοί εδώ είναι ισπανόφωνοι…), η αυτοδικία παραμένει ίδια και απαράλλαχτη. Το θέμα είναι να λειτουργούν τα αναπόφευκτα κλισέ του είδους και το φιλμ να μπορεί να σταθεί στο καθαρά ψυχαγωγικό κομμάτι μιας action movie (εν προκειμένω).

Αυτό το τελευταίο το πετυχαίνει σχετικά ο Μορέλ, έχοντας σαν βασικό του όπλο την Γκάρνερ, η οποία αξιοποιεί στο έπακρο την επιστροφή της σε ρόλους δράσης, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις (πολλές) σεκάνς ξύλου μετά πιστολιδίου. Ο Γάλλος σκηνοθέτης προσπαθεί να ξεπεράσει τον σκόπελο του όχι και τόσο ευφάνταστου σεναρίου (ουσιαστικά, οι μόνες απορίες που υπάρχουν είναι με… ποια σειρά θα καθαρίσει τους κακούς η Ράιλι και ποιος αστυνομικός είναι το τσιράκι τους, σε μία ελαφρώς fifty-fifty μαντεψιά, αφού εξαρχής δύο είναι οι «ύποπτοι»), μέσω μίας κατά κανόνα με το πόδι στο γκάζι κινηματογράφησης, την οποία αραιά και που επιβραδύνει θέλοντας να επικεντρώσει στα πρόσωπα που εντός ολίγου θα εγκαταλείψουν τον μάταιο τούτο κόσμο. Ντύνει με τόνους συμπάθειας τον χαρακτήρα της vigilante μάνας, πασπαλίζοντας την εκδικητική ιδιοσυγκρασία της είτε με σαρκαστικά αστεία που έχουν σαν αποδέκτη άσπονδη φίλη από το παρελθόν, είτε με κινήσεις τρυφερότητας προς άγνωστό της παιδί που γνωρίζει τυχαία. Ρίχνει στο τραπέζι το χαρτί των όχι αμέτοχων social media (όχι πάντως με περίσσιο πάθος), με τους περισσότερους εκ των χρηστών να δικαιολογούν το λουτρό αίματος, ενώ αφήνει ορθάνοιχτη πόρτα στο φινάλε για πιθανή συνέχεια (;). Κι αν οι κακοί μάς τέλειωσαν από δαύτο, όρεξη να υπάρχει και βρίσκουμε κι άλλους. Άλλωστε, η θεώρηση της Ράιλι Νορθ από ένα σημείο και μετά ως προστάτιδας των φτωχών και κατατρεγμένων δίνει άφθονο υλικό για όσα sequel τραβάει η ψυχή τής παραγωγής. Πιο έξυπνος, δηλαδή, ήταν ο Μπράιαν Μιλς που βίωσε την «Αρπαγή» στο πετσί του και δεύτερη και τρίτη φόρα;

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Τυπική περιπέτεια εκδίκησης που δεν προσφέρει τίποτε σοβαρές εκπλήξεις μεν, είναι αξιοπρεπέστατη για το είδος της δε. Καλοδεχούμενη η επιστροφή της Τζένιφερ Γκάρνερ σε action ρόλους, η οποία εδώ δείχνει εκ νέου πως τους «έχει». Οι πιστοί που θα προσέλθουν δύσκολα θα απογοητευτούν με τα όσα… απίθανα γίνονται. Όσοι δεν αντέχουν τις mainstream «αμερικανιές» του genre, μπορούν άνετα να απόσχουν.


MORE REVIEWS

GODZILLA MINUS ONE

Μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ο Σικισίμα επιστρέφει σ’ ένα κατεστραμμένο Τόκιο, γεμάτος ενοχές από τη φήμη του kamikaze πιλότου που δεν θυσιάστηκε για πατρίδα του. Θα προστατεύσει μια νεαρή κοπέλα που έχει υιοθετήσει ένα ορφανό μωρό και θα συγκατοικήσουν αναζητώντας τη γαλήνη, καθώς η πόλη αρχίζει να στέκεται ξανά στα πόδια της, ώσπου να εμφανιστεί… ένα γιγάντιο και μεταλλαγμένο από πυρηνικές δοκιμές τέρας.

ΠΕΣΜΕΝΑ ΦΥΛΛΑ

Μεροκαματιάρης εργάτης με «αθώο» πρόβλημα αλκοολισμού γνωρίζει προλετάρια «αδελφή ψυχή» σε karaoke bar, εμφανίζεται το ενδεχόμενο του ρομαντικού σκιρτήματος, μα η κακοτυχία δέρνει και τους δύο, λες κι η μοίρα δεν επιθυμεί την ένωσή τους.

ΣΙΩΠΗΛΗ ΟΡΓΗ

Πατέρας που πενθεί τον θάνατο του γιου του, ορκίζεται να εκδικηθεί τις συμμορίες ναρκωτικών που μεταμόρφωσαν τη ζωή του σε βουβό δράμα. Όταν μιλούν τα πιστόλια, ποιος έχει ανάγκη τα λόγια;

ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΘΑΝΑΤΟΥ

Στο Σέιλεμ, ομάδα από νεαρά αγόρια και κορίτσια ανακαλύπτει κατά τύχη ένα καταραμένο μαχαίρι. Μέσα από μια σειρά από flashbacks, μαθαίνουμε πως το συγκεκριμένο αντικείμενο υπήρξε η αφορμή για πολλούς θανάτους και καταστροφές στο παρελθόν. Η χρήση του σε δαιμονικά παιχνίδια μεταξύ των παιδιών, αποκαλύπτει μια μικρή λεπτομέρεια: ο κάθε χαμένος, πεθαίνει πραγματικά!

ΦΟΝΙΣΣΑ

Σ’ ένα νησιωτικό χωριό, γύρα στα 1900, η γιαγιά Φραγκογιαννού αποφασίζει να κάνει πράξη αυτό που της δίδαξε η ζωή: απαλλάσσει βρέφη θηλυκά και μικρά κορίτσια από τη μαρτυρική εμπειρία του να μεγαλώσουν και να υποταχθούν σε μια σκληρή κοινωνία ανδροκρατίας, που μόνο βάσανα και δυστυχία μπορεί να τους προσφέρει.