ΔΥΟ ΣΕΦ ΓΙΑ ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ (2015)
(PENSION COMPLETE)
- ΕΙΔΟΣ: Κομεντί
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Φλοράν-Εμίλιο Σιρί
- ΚΑΣΤ: Φρανκ Ντιμπόσκ, Ζεράρ Λανβάν, Πασκάλ Αρμπιγιό
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 81'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ
Θεωρούμενος νεκρός στο tsunami της Ταϊλάνδης, ένας μάγειρος και restaurateur επανεμφανίζεται και κατσικώνεται στο χλιδοσικάτα μεταμορφωμένο μαγαζί – σπίτι και τη σύζυγό του για να αναστατώσει (τη σχέση της με) τον επίσης chef νέο άντρα της που, αγωνιζόμενος να κερδίσει αστέρι Michelin, έχει στη χαμηλή φωτιά την επιθυμία της για παιδί. Ποιος θα φάει ποιον;
D’ accords, το έχω χωνέψει πια: χοντρικά μόνο η μία απ’ τις δέκα καλύτερες γαλλικές ταινίες που βλέπω, τα τελευταία τρία χρόνια τουλάχιστον, σερβίρεται και εμπορικά στην ημεδαπή. Αλλά εάν το «φρούτο» τούτο δεν μπήκε στο καλάθι υποχρεωτικά, ως μέρος πακέτου με κερασάκι στην τούρτα κάποιον ζουμερό τίτλο, ο αγοραστής είναι άσχετος και δεν πρέπει να ξαναβγεί για ψώνια στη λαϊκή. Δεν εξηγείται διαφορετικά: ο Ντεμπόσκ κι ο Λανβάν όχι μόνο δεν τρώγονται κατ’ εξακολούθηση στις φιλμογραφίες τους (εδώ μάλιστα πλασάρονται ως το κύριο πιάτο), αλλά δε σημαίνουν και τίποτα για τους Έλληνες φιλμοσαβουριάρηδες. Τη συνταγή που επανεκτελούν εν προκειμένω, το «Ο Σύζυγος της Γυναίκας μου» (1963) του Ζιλ Γκρανζιέ, μπορεί να τη θυμηθούν οσφρητικά μόνο ελάχιστοι πελάτες πολύ άνω των 60. Το κοινό τού άθλιου αλλά τζαμπέ τηλεοπτικού serial «Μάλιστα Σεφ» δεν θα πάει θερινό για να δοκιμάσει κάτι παρεμφερές επί πληρωμή. Και οι πιο gourmet θα φτύσουν το menu ανοστιάς από ξαναζεσταμένα αποφάγια, που πλήττει το γόητρο του δημιουργού τού έξοχου «Cloclo» στην επιστροφή του στην κατσαρόλα της μεγάλης οθόνης με το παρθενικό γελαδερό (θα ‘θελε) table d’hôte του.
Πρώτη πρώτη συνεργασία των Φερναντέλ και Μπουρβίλ, όχι και πολύ πιο αστεία από τον παρόντα χυλό αλλά με τη sauce entrecote της (η επίγευση του πολέμου, ο εθνικός σωβινισμός ως… αντικριστό σε δύο μαρμίτες), η παλιά ρετσέτα πουλούσε τη διάπυρη σχέση του «αναστημένου» αραχτού Μαρσεγέζου οπαδού του ελαιολάδου και του Νορμανδού οπαδού του βουτύρου διαδόχου του στο εστιατόριο & στη ζωή της épouse και των δύο πλέον, ενώ επισκέπτης κριτικός και μια cherchez la femme παρασπονδία on the side μπρίζωναν στο καθοριστικό σημείο βρασμού και καραμέλωναν την κόντρα των δύο cuisines και των δύο αρσενικών. Επιχειρώντας να προσθέσει ψαχνό στο φαρσειδυλλιακό τουρλού για να κάνει τα γούστα της σύγχρονης clientele του, το team τού remake ανακατεύει το πικρό γλυκάδι μιας εγκυμοσύνης στο περίμενε (όπου, αν καταπιείς ένα cocktail αζωοσπερμίας και απιστίας με essence «Masters of Sex», δεν καταπίνεις με τίποτα τη συμπεριφορικά αλλοπρόσαλλη σχετικώς τριλογία χαρακτήρων) και το πιπεράτα βρώμικο παρελθόν τού καρδιοκατακτητή & κακού παιδιού ex (που κάνει κράτηση για μια «βγάζω απ’ τη μύγα ξύγκι» αστυνομική απόληξη). Φυσικά, τα κάνει σαλάτα.
Βγάζοντας από τη μύγα ξύγκι στο ψήσιμο των γραφικών προστριβών των δύο αντιπάλων (με μπαγιάτικα γκαγκ – μαϊντανούς όπως μια απειλή μετά χασαπομάχαιρου σε λαιμό, δύο σκουντουφλήματα σε σκαλοπάτι και, το αποκορύφωμα, μία λούτσα από ταχύπλοο) που, εννοείται, γρήγορα θα βρεθεί τρόπος να δεθούν παλικαρίσια. Γαρνίροντας στοιχειωδώς με μια τηλεοπτικής κοπής φωνακλού (πριν αρχίσει τα σιρόπια) κουνιάδα κι έναν φαντασιωσικών ερωτικών ορμών Άραβα της μπριγάδας (πικάντικη τριπλή πινελιά, που ο κατάλογος αφήνει επί μακρόν απέξω). Και, βουρ στον πατσά της χαμηλής γαστρονομίας ψυχαγωγίας, κατεβάζοντας λιγότερες απ’ ό,τι ορέγονται όσοι ζαχαρώνουν το είδος σκηνές κουζίνας, αμάσητες νερουλές στιχομυθίες, κοψίδια διλημματοσφαλμάτων κι επανορθώσεων, ένα αποψυγμένο επιστολικό αφηγηματικό τέχνασμα, ένα ευτυχές γεγονός μετά επανασύνδεσης για επιδόρπιο και, στην κορυφή της… τραπέζης, δύο πρωταγωνιστές το αντίθετο του αφρού που επιχειρούν μαζί να βγάλουν περισσότερα couvert απ’ όσα μπορούν, έχοντας ξεζουμίσει μέχρι εκεί που δεν πάει άλλο το μπλιαχ κοινό franchise τους «Camping». (Αυτό πώς το γλιτώσαμε στα καθ’ ημάς;) Το χέρι τού Σιρί στην παρουσίαση δεν κρύβεται (στους άχαστους τίτλους, όπου η κάμερα συχνά με τεχνικές Ντικάς κυαλάρει τα φαγητικά πάντα όλα, και στην πλανοσεκάνς της επινόησης και παρασκευής της ρετσέτας – λυδίας λίθου, ενός nouveau burger), και περιδρομιάζεις με τα μάτια το – ταϊλανδέζικο στην πραγματικότητα! – παρά θιν’ αλός κέντρον αναψυχής όπου εκτυλίσσεται το όλο δείπνο. Αλλά διόλου Άθενς Σπεσιάλ, ντερλικατέσεν με σαπάκι σου βγάζουν εδώ. Καρφί στο κινηματογραφικό Υγειονομικό…