FreeCinema

Follow us

ΠΑΒΑΡΟΤΙ (2019)

(PAVAROTTI)

  • ΕΙΔΟΣ: Ντοκιμαντέρ
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ρον Χάουαρντ
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 114'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON

Η ζωή και η καριέρα του πιο διάσημου τενόρου της σύγχρονης ιστορίας, μέσα από πλούσιο αρχειακό υλικό και συνεντεύξεις με τους πιο κοντινούς του ανθρώπους.

Ο χολιγουντιανός σκηνοθέτης Ρον Χάουαρντ επανέρχεται στο υπο-είδος του μουσικού ντοκιμαντέρ, τρία χρόνια μετά το επιτυχημένο «The Beatles: Eight Days a Week – The Touring Years», με την (μάλλον πληρέστερη έως σήμερα) εξιστόρηση της ζωής του πληθωρικού Ιταλού τενόρου Λουτσιάνο Παβαρότι. Ο Χάουαρντ περισσότερο καταγράφει παρά αφηγείται την κάπως ανορθόδοξη άνοδο στη δόξα τού νεαρού πρώην δασκάλου που, με την υποστήριξη κυρίως του ερασιτέχνη τενόρου πατέρα του, έφτασε στην κορυφή, για να παραμείνει εκεί μέχρι τον θάνατό του, το 2007. Ο τεράστιος «θησαυρός» αρχειακού υλικού, τόσο από δημόσιες εμφανίσεις και μαγνητοσκοπημένες παραστάσεις, όσο και από τις ερασιτεχνικές κάμερες που κατέγραφαν στιγμές στα παρασκήνια και την ιδιωτική του ζωή, διανθίζονται από συνεντεύξεις με συγγενείς, συνεργάτες και φίλους του τενόρου. Ο Χάουαρντ επιλέγει μια σχετικά γραμμική αφήγηση, από τα πρώτα χρόνια του μικρού Λουτσιάνο στη μόλις ηττημένη και ημικατεστραμμένη μεταπολεμική Ιταλία, τα πρώτα δειλά βήματα στον οπερετικό κόσμο και τους πρώτους θριάμβους, την αναπάντεχη μετεωρική δόξα, την καριέρα ενός παγκόσμιου superstar που ξεπέρασε κατά πολύ τα «όρια» της κλασικής μουσικής, έως και τα τελευταία του χρόνια με τη δεύτερή του σύζυγο, την κατά 34 χρόνια νεότερή του Νικολέτα Μαντοβάνι. Ωστόσο, κρατά έξυπνα κάποιες ιστορίες και τις χρησιμοποιεί μεταχρονολογημένα, καθώς ταιριάζουν περισσότερο στην αφήγησή του από την άποψη της θεματικής.

Ίσως το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του Χάουαρντ ως σκηνοθέτη ανά τα χρόνια είναι ο βαθιά ανθρώπινος τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει τις ιστορίες και τους χαρακτήρες. Χωρίς καμία επιθυμία γενικολογίας, πρόκειται αληθινά για έναν από τους καλύτερους «σκηνοθέτες χαρακτήρων» του σύγχρονου Χόλιγουντ, από τους λίγους που καταφέρνουν ακόμα να προβάλλουν τον ανθρώπινο παράγοντα περισσότερο κι από το περιβάλλον ή την ιστορία τους, όσο μεγαλειώδη και εντυπωσιακά και αν είναι αυτά τα χαρακτηριστικά (τα «Apollo 13» και «Rush» αποτελούν τρανταχτά παραδείγματα). Έτσι και εδώ, η προσωπικότητα του Παβαρότι επισκιάζει οτιδήποτε άλλο. Οι πολυάριθμοι συμμετέχοντες διακηρύσσουν ομόφωνα τη ζωντάνια, το πάθος για τη ζωή, την εγγενή αισιοδοξία και μία μάλλον αναπάντεχη αφέλεια, όλα στοιχεία που τους έκαναν να αγαπήσουν δια βίου τον πληθωρικό καλλιτέχνη. Προφανέστερη απόδειξη, η αποδοχή να μιλήσουν για εκείνον μπροστά στην κάμερα άνθρωποι που διαχώρισαν την πορεία τους απ’ αυτόν, προσωπικά ή/και επαγγελματικά, που πληγώθηκαν από τη συμπεριφορά του, αν και μιλούν για εκείνον με μια θαρρείς αναπόφευκτη (και πέρα για πέρα ειλικρινή) στοργή. Η πρώτη του γυναίκα, οι τρεις τους κόρες, η πρώην γραμματέας κι ερωμένη, οι πρώην managers, όλοι δηλώνουν το «παρών» κι επιβεβαιώνουν τον ασταθή (και μετέπειτα σαφώς εγωκεντρικό) χαρακτήρα του, την ίδια στιγμή που είναι προφανές πως ο Παβαρότι έχει αφήσει το άσβεστο στίγμα στις ζωές τους – κι ένα νοσταλγικό, μελαγχολικό χαμόγελο δεν είναι ποτέ μακριά από τα πρόσωπά τους. Ο ίδιος ο Παβαρότι γεμίζει την οθόνη και τα ηχεία με το ζεστό δικό του χαμόγελο, το εκφραστικό του πρόσωπο κι εκείνη την αξεπέραστη φωνή – χάρισμα, τη θέση που κέρδισε στη μουσική ιστορία, κλασική και μη, η οποία έχει μείνει (ίσως και για πάντα) δυσαναπλήρωτη.

Αυτό που δεν καταφέρνει να κάνει εδώ ο Χάουαρντ είναι η σωστή εξοικονόμηση του κινηματογραφικού του χρόνου. Η σχεδόν δίωρη διάρκεια είναι αδικαιολόγητη αναλογικά με το περιεχόμενο και το βασικό του αντικείμενο. Ο Παβαρότι μπορεί να είχε την απόλυτα ένδοξη και διάσημη καριέρα, τους προσωπικούς δαίμονες και τα μικροσκάνδαλα της προσωπικής του ζωής, όμως εν τέλει δεν αποτελούν τόσο εντυπωσιακό υλικό ώστε η ιστορία του να «τραβιέται» στα 114’ λεπτά. Το συμπαθές και αφοπλιστικό τού χαρακτήρα του αποτελεί μεν τη ραχοκοκαλιά της αφήγησης, αλλά μετά τη δέκατη πέμπτη συνέντευξη επανάληψης στοιχείων, συνειδητοποιούμε πως η δομή του «Παβαρότι» κάνει απλώς κύκλους, ενώ υπάρχουν ολόκληρες σεκάνς που επεξηγούν τόσο αναλυτικά το εύρος της φωνής του και την τεχνική του, ώστε καταντούν υπερβολικά ακαδημαϊκές και κατά συνέπεια βαρετές, τουλάχιστον για το ευρύ κοινό το οποίο δεν πολυγνωρίζει (και δεν είχε σκοπό να μάθει με λεπτομέρεια, έτσι κι αλλιώς) τις μεθόδους εναλλαγής των οκτάβων (ή κάτι τέτοιο, ζητώ συγγνώμη, η προσοχή μου χάθηκε για λίγη ώρα εκεί…).

Ο Ρον Χάουαρντ δεν εξειδικεύεται στο είδος του ντοκιμαντέρ και η διαφορά του συγκριτικά με άλλους σύγχρονους «ειδήμονες» του είδους διαφαίνεται στις λεπτομέρειες και τις αφηγηματικές αποχρώσεις. Η εξιστόρηση της ζωής του θρυλικού τενόρου είναι ικανότατη και αξιόλογη, χωρίς δυστυχώς να φτάνει σε πάθος και ραφινάρισμα παρόμοιες δουλειές από επαγγελματίες σαν τον «maître» του βιογραφικού ντοκιμαντέρ, Ασίφ Καπάντια («Amy», «Senna»). Ωστόσο, η σκηνοθετική του συνέπεια και το σήμα κατατεθέν του, να εκμαιεύει στο έπακρο τον άνθρωπο πίσω από την ιστορία, θα έκανε σίγουρα τον Παβαρότι περήφανο για το περιεχόμενο και την «ψυχή» του ντοκιμαντέρ που φέρει τόσο τιμητικά το όνομά του.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Όταν πρόκειται για καλογυρισμένο ντοκιμαντέρ, συνήθως προτρέπω να το παρακολουθήσει (και) ένα ευρύτερο κοινό, όχι μόνο εκείνοι που έχουν ενδιαφέρον για το συγκεκριμένο θέμα του (όπως εκείνα του Ασίφ Καπάντια ή του Άλεξ Γκίμπνεϊ, για παράδειγμα). Ωστόσο, εδώ το αποτέλεσμα κλίνει περισσότερο προς την εξειδίκευση. Εάν είστε θαυμαστές του Παβαρότι ή έστω αν θεωρείτε αρκετά ενδιαφέρουσα την προσωπικότητά του (που ασφαλώς ήταν), τότε το πόνημα του Χάουαρντ αποτελεί ένα εύκολο «ναι» – αν και δεν πρόκειται για ένα τόσο ξεχωριστό ντοκιμαντέρ σε συνολικό καλλιτεχνικό επίπεδο, ώστε να απαιτεί την προσοχή όλων σας.


MORE REVIEWS

GODZILLA MINUS ONE

Μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ο Σικισίμα επιστρέφει σ’ ένα κατεστραμμένο Τόκιο, γεμάτος ενοχές από τη φήμη του kamikaze πιλότου που δεν θυσιάστηκε για πατρίδα του. Θα προστατεύσει μια νεαρή κοπέλα που έχει υιοθετήσει ένα ορφανό μωρό και θα συγκατοικήσουν αναζητώντας τη γαλήνη, καθώς η πόλη αρχίζει να στέκεται ξανά στα πόδια της, ώσπου να εμφανιστεί… ένα γιγάντιο και μεταλλαγμένο από πυρηνικές δοκιμές τέρας.

ΠΕΣΜΕΝΑ ΦΥΛΛΑ

Μεροκαματιάρης εργάτης με «αθώο» πρόβλημα αλκοολισμού γνωρίζει προλετάρια «αδελφή ψυχή» σε karaoke bar, εμφανίζεται το ενδεχόμενο του ρομαντικού σκιρτήματος, μα η κακοτυχία δέρνει και τους δύο, λες κι η μοίρα δεν επιθυμεί την ένωσή τους.

ΣΙΩΠΗΛΗ ΟΡΓΗ

Πατέρας που πενθεί τον θάνατο του γιου του, ορκίζεται να εκδικηθεί τις συμμορίες ναρκωτικών που μεταμόρφωσαν τη ζωή του σε βουβό δράμα. Όταν μιλούν τα πιστόλια, ποιος έχει ανάγκη τα λόγια;

ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΘΑΝΑΤΟΥ

Στο Σέιλεμ, ομάδα από νεαρά αγόρια και κορίτσια ανακαλύπτει κατά τύχη ένα καταραμένο μαχαίρι. Μέσα από μια σειρά από flashbacks, μαθαίνουμε πως το συγκεκριμένο αντικείμενο υπήρξε η αφορμή για πολλούς θανάτους και καταστροφές στο παρελθόν. Η χρήση του σε δαιμονικά παιχνίδια μεταξύ των παιδιών, αποκαλύπτει μια μικρή λεπτομέρεια: ο κάθε χαμένος, πεθαίνει πραγματικά!

ΦΟΝΙΣΣΑ

Σ’ ένα νησιωτικό χωριό, γύρα στα 1900, η γιαγιά Φραγκογιαννού αποφασίζει να κάνει πράξη αυτό που της δίδαξε η ζωή: απαλλάσσει βρέφη θηλυκά και μικρά κορίτσια από τη μαρτυρική εμπειρία του να μεγαλώσουν και να υποταχθούν σε μια σκληρή κοινωνία ανδροκρατίας, που μόνο βάσανα και δυστυχία μπορεί να τους προσφέρει.