Ο ΚΑΛΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ (2024)
(PAS DE VAGUES)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τεντί Λισί-Μοντέστ
- ΚΑΣΤ: Φρανσουά Σιβίλ, Σαΐν Μπουμεντίν, Τοσκάν Ντικέν, Μπακαρί Κεμπέ, Μαλορί Βανέκ, Ανιές Ιρστέλ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 91'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: DANAOS FILMS
Εξαιτίας παρεξήγησης, νεαρός καθηγητής κατηγορείται για παρενόχληση. Καθώς η φαινομενικά αστήριχτη καταγγελία της μαθήτριάς του παίρνει μορφή χιονοστιβάδας, συνειδητοποιεί πως σταδιακά βυθίζεται σ’ έναν φαύλο κύκλο κατηγοριών, από τον οποίο μοιάζει αδύνατον να ξεφύγει.
Εμπνευσμένο από αληθινά γεγονότα, τα οποία βίωσε ο σκηνοθέτης Τεντί Λισί-Μοντέστ τον καιρό που εργαζόταν ως καθηγητής σε σχολεία και κολέγια, το «Καλός Καθηγητής» επιχειρεί να εξερευνήσει την ανίσχυρη θέση του σύγχρονου σχολικού συστήματος (και κατ’ επέκταση των λειτουργών του) έναντι της σωρείας των καταχρηστικών καταγγελιών, των παρερμηνειών και των ψεμάτων. Το πεδίο δράσης μοιάζει αρκετά με το πρόσφατο «Στο Γραφείο Καθηγητών» (2023), η εξέλιξη της πλοκής παραπέμπει περισσότερο στο «Κυνήγι» (2012), εν τούτοις, το αποτέλεσμα δεν μπορεί να συγκριθεί με κανένα από αυτά.
Η βασική ιδέα του στόρι έχει να κάνει σε μεγάλο βαθμό με όλα αυτά που μένουν ανείπωτα, αλλά και μ’ εκείνα που αποσιωπώνται διότι έτσι προστάζει το συμφέρον της δεδομένης στιγμής. Η σιωπή που επιβάλλει το σχολείο στους «ενόχους» ώστε να «μην ταράξουν τα νερά» (όπως δηλώνει ο αυθεντικός γαλλικός τίτλος σε «ελεύθερη μετάφραση»), αποφεύγοντας έτσι την καταστροφή της φήμης αμφοτέρων ή εκείνη που η Αστυνομία προτείνει στον κατηγορούμενο ώστε να μην φουντώσουν άνευ λόγου και αιτίας τα εκατέρωθεν πάθη, δένουν με το σιωπητήριο που ο βίαιος αδελφός του «θύματος» επιβάλλει στη δήθεν παρενοχλημένη αδελφή του, καθώς και με την παραίνεση του καθηγητή Ζιλιέν προς τους συναδέλφους του να μην αναφέρουν την (ενδεχομένως απαλλακτική για την υπόθεσή του) ομοφυλοφιλία του.
Κατά έναν παράδοξο και άκρως ενδιαφέροντα λόγο, στο επίκεντρο των διαφορετικών εννοιών της σιωπής τίθεται ως υπ’ αριθμόν ένα προβληματισμός η ελευθερία του λόγου. Έχοντας εξαρχής υιοθετήσει το ανυπόστατο των κατηγοριών, το φιλμ απέχει ολοκληρωτικά ενός μαθητικού #MeToo μανιφέστου, προτάσσοντας τη δυσκολία των ενηλίκων ν’ αναπτύξουν διάλογο με τη νεότερη γενιά. Η αδυναμία των μαθητών στην προκειμένη, ν’ αποκωδικοποιήσουν τα λογοπαίγνια ή τις χαριτολογίες του καθηγητή τους, ανοίγει για τον ιδεαλιστή Ζιλιέν τον ασκό του Αιόλου, βυθίζοντάς τον σταδιακά στην πίκρα κι από εκεί κατευθείαν στην απόγνωση. Η συνθήκη του «χάσματος των γενεών» λειτουργεί ικανοποιητικά στο πρώτο τρίτο της ταινίας, τονίζοντας την αδικία και το μίσος που γεννά η σύγχρονη πολιτική ορθότητα. Το κύμα μίσους ως απόρροια μιας αναίτιας μικροεκδίκησης γιγαντώνεται εξαιτίας της ολοένα αυξανόμενης φημολογίας και της συνεχούς διαστρέβλωσης των λέξεων και των χειρονομιών. Από ένα σημείο κι έπειτα, οτιδήποτε και να πει ή να κάνει ο μεσιέ Ζιλιέν, κινδυνεύει να βρεθεί υπόλογος ή (ακόμα χειρότερα) ένοχος.
Ατυχώς, τούτο το πολυσύνθετο και ακανθώδες ζήτημα τυγχάνει μιας απλοποιημένης, μανιχαϊστικής προσέγγισης. Από τη μία έχουμε έναν δίκαιο, άκακο, όσο και ανήμπορο καθηγητή, και από την άλλη ένα τσούρμο από αχάριστα κωλόπαιδα. Το μονοδιάστατο των χαρακτήρων πιάνει ταβάνι στο πρόσωπο του τραμπούκου αδελφού της καταγγέλλουσας μαθήτριας, ενώ η σεναριακή γραφικότητα προελαύνει στην υποπλοκή των κρυφών αισθημάτων της συναδέλφου του Ζιλιέν προς αυτόν, μέχρι που… σοκαρισμένη αντιλαμβάνεται πως εκείνος είναι gay. Για να μην πιάσουμε την βγαλμένη μέσα από άρθρο προβληματισμού lifestyle περιοδικού του ’80 σχέση του καθηγητή με τον σύντροφό του.
Η γενικότερη παράνοια της όλης κατάστασης (όπως διαδραματίζεται εντός σχολείου) τρελαίνει, δημιουργώντας εύλογες απορίες για το πως είναι δυνατόν τέτοιες «καταγγελίες» να λαμβάνονται υπόψη στα σοβαρά (από μορφωμένους ανθρώπους, μάλιστα). Κι όμως, συμβαίνει (τουλάχιστον σύμφωνα με τα βιώματα του Γάλλου auteur), πλην όμως, μια πραγματική ιστορία δεν αρκεί από μόνη της για μια καλή ταινία. Πόσω μάλλον όταν αυτή (για πολλοστή φορά σε τέτοιους είδους σύγχρονα δράματα) δεν ολοκληρώνεται.