ΠΑΡΘΕΝΟΠΗ (2024)
(PARTHENOPE)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Πάολο Σορεντίνο
- ΚΑΣΤ: Σελέστε Ντάλα Πόρτα, Σίλβιο Ορλάντο, Λουίζα Ρανιέρι, Ντανιέλε Ριέντζο, Ντάριο Άιτα, Μάρλον Ζουμπέρτ, Αλφόνσο Σανταγκάτα, Πέπε Λαντζέτα, Γκάρι Όλντμαν, Στεφανία Σαντρέλι
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 136'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: THE FILM GROUP
Πανέμορφη, ποθητή νεαρή κοπέλα αναζητά το μονοπάτι της ζωής της, βιώνοντας χαρές, έρωτες και τραγωδίες στη Νάπολη της δεκαετίας του ’70. Θα γίνει ηθοποιός ή μήπως επιστήμων;
Δεν έγραψα τυχαία μία σχεδόν παρόμοια περίληψη για την «Παρθενόπη», όσο μ’ εκείνη που είχα συντάξει για το στόρι του προηγούμενου φιλμ του Πάολο Σορεντίνο, «The Hand of God» (2021). Αφού, λοιπόν, ο Ιταλός auteur της «Νιότης» (2015) και της «Τέλειας Ομορφιάς» (2013) ξετίναξε στην κακέκτυπη αντιγραφή τον Φεντερίκο Φελίνι, με τούτο το νέο του έργο αποφασίζει ν’ αντιγράψει… τον εαυτό του – και μέσω αυτού… ξανά μανά τον maestro! Σαν να λέμε bingo και jackpot μαζί, σε μια σπάνια επίδειξη ναρκισσισμού και ματαιοδοξίας, που ολόκληρη η θάλασσα της καλοκαιρινής Νάπολης δύσκολα θα μπορούσε να την καθαρίσει.
Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, η Παρθενόπη ήταν μία από τις Σειρήνες, η οποία απελπισμένη από την μη ανταπόκριση του Οδυσσέα στο θέλγητρο της φωνής της έπεσε στη θάλασσα και πνίγηκε. Το πτώμα της ξεβράστηκε σε μια παραλία της Νότιας Ιταλίας, όπου άποικοι Χαλκιδείς το περισυνέλλεξαν και το ενταφίασαν. Γύρω από το ταφικό της μνήμα ίδρυσαν μια νέα αποικία που την ονόμασαν προς τιμήν της Παρθενόπη, και η οποία δεν είναι άλλη από τη σημερινή Νάπολη. Η «Παρθενόπη» του Σορεντίνο (επί της ουσίας) στέκει ως μεταφορική εκδοχή της γενέτειράς του, στην οποία αποτίνει (ξανά) φόρο τιμής μέσα από την υπαρξιακή παραβολή μιας ελκυστικής, αγαπημένης από όλους νεαρής γυναίκας που προσφέρει ελάχιστα στον εαυτό της, παρά το ότι διεκδικεί την προσοχή όλων. Η Παρτένοπε (της πρωτοεμφανιζόμενης Σελέστε Ντάλα Πόρτα) είναι ένα άκρως ελκυστικό κι ερωτεύσιμο θηλυκό, που γεννιέται όχι σε κάποιο μαιευτήριο αλλά μέσα στα νερά της Μεσογείου εν έτει 1950, όντας έτοιμη να σαγηνεύσει, να υποφέρει και να ζήσει με τα απωθημένα φαντάσματα του παρελθόντος, εν τούτοις, κοιτώντας σταθερά προς το μέλλον. Ταυτόχρονα, αποστασιοποιείται συνεχώς από ό,τι την πολιορκεί, επιμένοντας να καλλιεργεί μια δική της νοσταλγική άρνηση, καθώς «περιπλανιέται» διαμέσου των ετών στους δρόμους και τα τοπόσημα της πόλης.
Εκτός από έναν σύντομο πρόλογο και επίλογο, το συντριπτικά μεγαλύτερο κομμάτι της διάρκειας της «Παρθενόπης» διαδραματίζεται μεταξύ 1968 και 1982. Δεκαπέντε χρόνια στη ζωή της όμορφης όσο και πλούσιας Παρτένοπε, η οποία στο διάστημα αυτό σπουδάζει ανθρωπολογία, κάνοντας παράλληλα (χάρη στην αξεπέραστη γοητεία της) πολλούς άνδρες… «σκλάβους» της, δίχως ποτέ να χάνει το μυστηριώδες χαμόγελό της. Ο λόγος για τον οποίο η Παρτένοπε μαγεύει κάθε αρσενικό είναι αφενός προφανής, αφετέρου, δε, η ίδια παραμένει μυστήριο διότι, εκτός από την ελκυστικότητά της, η φιγούρα της παραμένει ανεξιχνίαστη. Τούτο οφείλεται στο ότι ο Σορεντίνο (κατά τα συνήθη του) δεν ενδιαφέρεται πραγματικά για σύνθετους χαρακτήρες αλλά κλισεδιάρικες τυποποιήσεις «λαϊκού» στυλ, ειδικά όταν πρόκειται για γυναίκες. Έτσι, η «Παρθενόπη» του μοιάζει λιγότερο με αληθινό πρόσωπο και περισσότερο σαν μια ανδρική φαντασίωση που πήρε σάρκα και οστά. Ένα πλάσμα τέτοιας απίστευτης ομορφιάς που κάνει όχι μόνο τους πολυάριθμους ανδρικούς χαρακτήρες της ταινίας ν’ αναστατώνονται στο πέρασμα της, αλλά ενδεχομένως και… τον ίδιο τον Σορεντίνο να δυσκολεύεται να συγκρατηθεί μπροστά στα κάλλη της.
Ο Ιταλός auteur καταγράφει επί δύο γεμάτες, ηδονοβλεπτικές ώρες την αιθέρια πρωταγωνίστριά του να κάνει βόλτες σε υπέροχα παλάτια με κάθε λογής απίθανα φορέματα του οίκου Saint Laurent, να ποζάρει ωσάν κορυφαίο μοντέλο μπροστά στο γραφικό σκηνικό του ιταλικού Νότου με φόντο το ηλιόλουστο γαλάζιο της θάλασσας, να ξεδίνει στα ιδρωμένα νυχτερινά parties του Κάπρι ενώ γύρω της σφάζονται παλικάρια ή να ξαπλώνει λάγνα στα κρεβάτια καπνίζοντας και ερωτοτροπώντας. Κάπου μοιάζει σαν η Παρτένοπε να αποτελεί κάποιο σπουδαίο φεμινιστικό πρότυπο, συνδυάζοντας γοητεία και μυαλό, όμως, η προοδευτικότητα του χαρακτήρα της περιορίζεται στην σπάνια αυτοσυγκράτηση που ο Σορεντίνο καταθέτει στην προκειμένη, καταφέρνοντας να μην την παρουσιάζει ποτέ του ολόγυμνη, ποντάροντας τούτη τη φορά στο… «προκλητικό» ημίγυμνο.
Κι αν επιμένω σε όλα αυτά τα σαγηνευτικά και πολύχρωμα, είναι διότι για πολλοστή φορά σε ταινία του Σορεντίνο το σενάριο απουσιάζει. Η «Παρθενόπη» αποτελεί ένα collage πανέμορφων εικόνων όπου ανάμεσα στα διάφορα γραφικά επεισόδιά της (με τρανότερο παράδειγμα τον γόη λεφτά που ακολουθεί κατά πόδας την Παρτένοπε με το… ελικόπτερο του!), αν δεν κοπιάρουν άγαρμπα το ερωτικό τρίγωνο των «Ονειροπόλων» (2003) του έτερου πυλώνα του ιταλικού σινεμά Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, θέτουν την κεντρική ηρωίδα στο «κυνήγι» κάθε εκκεντρικού χαρακτήρα που συναντά στο διάβα της (από τον ψευτοθαυματοποιό ιερέα που κυκλοφορεί στο ιερό του ναού του με… μαγιό, μέχρι την ψωνισμένη casting director που της υπόσχεται μεγαλεία). Με «κουλτουρέ» διαλόγους, κατευθείαν βγαλμένους από γυμνασιακό λεύκωμα («ο έρωτας είναι ένα ζωντανό μυστήριο, με το σεξ να αποτελεί την κηδεία του»), και αμπελοφιλοσοφίες με αφοριστικού τύπου τσιτάτα («ένας βέρος Ναπολιτάνος δεν πάει ποτέ διακοπές στο Κάπρι, εκτός αν είναι φτωχός ή τεμπέλης»), ο Σορεντίνο χαϊδεύει ηδονικά επί εκατόν τριάντα έξι λεπτά τον φακό της κάμεράς του και μέσω αυτού την πόλη του και τον φαντασιακό γυναικείο αντικατοπτρισμό της, καταθέτοντας ένα φιλμ το οποίο εμφανισιακά είναι γεμάτο illustration λούσο (ως γνήσιο τέκνο του συμπαραγωγού οίκου Saint Laurent), όμως, στην ουσία του προσφέρει το απόλυτο τίποτα.