ΠΑΡΙΖΙΑΝΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ (2024)
(PARADIS PARIS)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματική Κομεντί
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μαρζάν Σατραπί
- ΚΑΣΤ: Μόνικα Μπελούτσι, Αντρέ Ντισολιέ, Εντουάρντο Νοριέγκα, Ρόσι ντε Πάλμα, Μπεν Όλντριτζ, Άλεξ Λουτζ, Ροσντί Ζεμ, Γκουεντάλ Μαριμουτού, Μαρτίνα Γκαρσία
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 90'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ
Να ζεις και να (μην) πεθαίνεις στο Παρίσι. Αυτό το βάσανο!
Από το κακό στο χειρότερο πηγαίνει η Μαρζάν Σατραπί, εγείροντας πια σοβαρές αμφιβολίες για το ποσοστό σκηνοθετικής συμμετοχής της στα από κοινού γυρισμένα με τον Βενσάν Παρονό «Persepolis» (2007) και «Κοτόπουλο με Δαμάσκηνα» (2011). Κατόπιν του απάλευτου «Μαρία Κιουρί: Η Γυναίκα που Άλλαξε τον Κόσμο» (2020), έρχεται το… βασανιστήριο των «Παριζιάνικων Ιστοριών», οι οποίες μου προκάλεσαν τέτοια δυσφορία που (από ένα σημείο κι έπειτα) ακόμα και τον Πύργο του Άιφελ… των Φιλιατρών θα μπορούσα ν’ αντιληφθώ ως μνημείο πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO!
Ακολουθώντας τη δομή των αλληλένδετων ιστοριών, η Σατραπί συστήνει ένα τσούρμο από εντελώς διαφορετικούς ανθρώπους οι οποίοι έχουν ως κοινό τους σημείο από τη μία τη διαμονή στο Παρίσι και από την άλλη την αγιάτρευτη πληγή που είτε έχει προκύψει από τον θάνατο ως ιδέα, είτε παρουσιάζεται ως τετελεσμένο γεγονός. Στην περίπτωση της κάποτε φημισμένης soprano της Μόνικα Μπελούτσι, το πένθιμο τραύμα έρχεται από τη συνειδητοποίηση πως η εσφαλμένη αναγγελία του θανάτου της δεν τυγχάνει της προσοχής που θα άξιζε στο διάσημο όνομά της, ενώ στην περίπτωση του πετυχημένου stuntman του Μπεν Όλντριτζ προκύπτει από τον κίνδυνο του επαγγέλματός του σε συνδυασμό με την έγνοια του για τον εύθραυστο, νεαρό γιο του.
Η αόρατη κλωστή που συνδέει τις ζωές του πολυπληθούς καστ παραμένει τέτοια από την αρχή μέχρι το τέλος, με την ελάχιστη αλληλεπίδραση που κάποιες εξ αυτών διαθέτουν να έχει μπει με το ζόρι στην πλοκή μπας και το φιλμ αποκτήσει την αίγλη (;) του (κατ’ επίφαση) σπονδυλωτού. Η Σατραπί αντιμετωπίζει το ταξίδι στον άλλο κόσμο κυρίως με σατιρική διάθεση, εν τούτοις, στην περίπτωση της αυτοκτονικής εφήβου η τροπή που παίρνει η υπόθεση σε κάνει ν’ απορείς μ’ αυτά που βλέπεις, καθώς ούτε σε τρίτης διαλογής επιθεωρησιακό νούμερο δεν θα μπορούσε να σταθεί η συγκεκριμένη «αντιστροφή» ρόλων απαγωγέα και θύματος. Στην περίπτωση του εναρκτήριου επεισοδίου της Μπελούτσι, δε, είναι εμφανέστατη η κριτική στις πάσης φύσεως ματαιοδοξίες του καλλιτεχνικού κόσμου, αλλά το όλο στήσιμο (και πολύ περισσότερο η ίδια η Ιταλίδα ηθοποιός) δεν περιποιεί τιμή σε κανέναν.
Η ισορροπία που επιχειρείται ανάμεσα στον κυνισμό προ του βέβαιου θανάτου και του άκρατου συναισθηματισμού από την ελπίδα αποφυγής του, αρχικά γέρνει αμετάκλητα προς τη γελοιότητα και τελικά προς την αδιαφορία, προσδίδοντας στο Παρίσι μια λανθάνουσα σημειολογία άτυπης Πόλης της… Ζωής. Λες κι αφήνεται να εννοηθεί πως ο θάνατος είναι ταγμένος πάντα να χάνει στη γαλλική πρωτεύουσα, αφού οι άνθρωποί της, οι δρόμοι της και τα café της αποπνέουν κύματα αισιοδοξίας και καλοσύνης, ικανά να στείλουν τον Χάρο σπίτι του! Είναι τέτοια η αφέλεια που ξεπηδά από τους διαλόγους και τις καταστάσεις, που σε συνδυασμό με την εν γένει παρακμή (απερίγραπτη η εμφάνιση της Ρόζι ντε Πάλμα) και το σούργελο μερικών εκ των επεισοδίων κάνουν τις «Παριζιάνικες Ιστορίες» να στέκουν ως κανονική δυσφήμιση της πόλης του Παρισιού.