Ο ΠΑΝΤΙΝΓΚΤΟΝ ΣΤΟ ΠΕΡΟΥ (2024)
(PADDINGTON IN PERU)
- ΕΙΔΟΣ: Κωμική Οικογενειακή Περιπέτεια
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ντούγκαλ Γουίλσον
- ΚΑΣΤ: Μπεν Γουίσο (φωνή), Χιου Μπόνβιλ, Έμιλι Μόρτιμερ, Ολίβια Κόλμαν, Σάμιουελ Τζόσλιν, Τζούλι Γουόλτερς, Αντόνιο Μπαντέρας, Σαντζίβ Μπασκάρ, Μαντλίν Χάρις, Κάρλα Τους, Χέιλι Άτγουελ, Τζιμ Μπρόουντμπεντ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 106'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Όταν ο Πάντινγκτον λαμβάνει γράμμα από την αγαπημένη του θεία Λούσι, αναφέροντας πως της λείπει πολύ, φεύγει για Περού μαζί με την οικογένεια των Μπράουν ώστε να την επισκεφθούν. Φτάνοντας εκεί, όμως, πληροφορείται πως η καλή του θεία έχει εξαφανιστεί κάπου στη ζούγκλα του Αμαζονίου, δίχως να έχει δώσει σημεία ζωής…
Τόσο το original «Πάντινγκτον» (2014), μα ακόμα περισσότερο το sequel που ακολούθησε τρία χρόνια μετά, είχαν θέσει πολύ ψηλά τον πήχη της οικογενειακής ψυχαγωγίας. Ως εκ τούτου, ήταν εκ προοιμίου δύσκολο για το δεύτερο sequel του franchise να μπορέσει να συναγωνιστεί το παρελθόν της σειράς, κι ας διέθετε άπλετο χρονικό περιθώριο για να πετύχει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα (επτά και πλέον χρόνια έχουν περάσει από την προηγούμενη εμφάνιση του πρόσχαρου αρκούδου). «Ο Πάντινγκτον στο Περού» δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση κάποιο παράδειγμα απερίγραπτης αποτυχίας, όμως, τούτο το φιλμ κρίνεται χαρακτηριστικά χλιαρό, ακόμα κι αν δεν τεθεί σε καθεστώς σύγκρισης με τους προκατόχους του.
Μπορεί σύσσωμο το καστ των προηγούμενων ταινιών να επιστρέφει στους ρόλους του (μοναδική εξαίρεση η Σάλι Χόκινς, η οποία αντικαταστάθηκε από την Έμιλι Μόρτιμερ), εν τούτοις, το πρόβλημα του νέου «Πάντινγκτον» δεν είναι (φυσικά) αυτή η μικροαλλαγή. Ο Πολ Κινγκ, σκηνοθέτης των δύο προηγούμενων φιλμ, δεν έκατσε για τρίτη φορά στην καρέκλα του (πιθανότατα ελέω «Γουόνκα»), παραχωρώντας τη θέση στον πρωτοεμφανιζόμενο Ντούγκαλ Γουίλσον, ενώ η βρετανική Heyday Films (η εταιρεία παραγωγής που κρυβόταν πίσω από τα προηγούμενα έργα) δεν ανακατεύτηκε με τούτο, ανοίγοντας τον δρόμο στη SONY. Ο συνδυασμός αυτών των δύο, μαζί με την τολμηρή απόφαση μεταφοράς της δράσης από το Λονδίνο στο Περού, κάπου φαίνεται πως χαλάσανε την πετυχημένη μαγιά του franchise, όσο κι αν στο οπτικό του κομμάτι (έστω) μπορεί να υπερηφανεύεται πως (φαινομενικά) ανανεώθηκε (άλλο η ομίχλη της βρετανικής πρωτεύουσας, άλλο οι καταρράκτες του Αμαζονίου!).
Το χιούμορ και η οικογενειακή ζεστασιά που αποτελούν τα βασικά συστατικά του «Πάντινγκτον» ναι μεν δηλώνουν εκ νέου το παρών, όχι τόσο ισχυρό, όμως, καθώς οι σχεδόν «αναρχικές» slapstick σεκάνς που το χαρακτήριζαν (ειδικά στο πρώτο sequel) απουσιάζουν από εδώ σε σημαντικό βαθμό. Αντ’ αυτού, οι σκηνές που μένουν στη μνήμη περισσότερο είναι εκείνες που έχουν ξεπατικωθεί (είτε ως φόρος τιμής, είτε ως παρωδία) από πασίγνωστα φιλμ του παρελθόντος, κάτι που δεν το λες και κατάθεση σπουδαίας έμπνευσης. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Βέρνερ Χέρτσογκ ως… ειδικός στον Αμαζόνιο έχει την τιμητική του (ο Αντόνιο Μπαντέρας σε mood Κλάους Κίνσκι, όμως, είναι ολίγον γραφικός), ενώ το εύρημα του Οίκου Συνταξιούχων Αρκούδων που λειτουργεί υπό την φροντίδα και επιμέλεια ενός τάγματος καλογριών, δίνει στην Ολίβια Κόλμαν την ευκαιρία να το καταδιασκεδάσει (ως συνήθως), κοπιάροντας την… Τζούλι Άντριους των Άλπεων στην πλέον απολαυστική σεκάνς της ταινίας.
Όσο πιο βαθιά στη ζούγκλα μπαίνουν ο Πάντινγκτον και η οικογένεια Μπράουν αναζητώντας τη θεία Λούσι, τόσο η σεναριακή συνοχή διολισθαίνει. Οι χάρτες των Ίνκας και το μυθικό Ελντοράντο μοιάζουν να έχουν μπει κάπως βεβιασμένα στην πλοκή, μιας και η σύνδεσή τους με την εξαφανισμένη γηραιά αρκούδα πασχίζει να αιτιολογηθεί, ενώ τα κίνητρα των «κακών» της υπόθεσης ελάχιστα λειτουργούν στη δημιουργία σοβαρού δίπολου δράσης. Η αγαπημένη μαρμελάδα πορτοκάλι του Πάντινγκτον υπάρχει άφθονη στο Περού, όμως, οι λαχταριστές φέτες ψωμιού στις οποίες του αρέσει να την αλείφει είναι σε τούτη την τρίτη του κινηματογραφική εμφάνιση… πολύ πιο λεπτές.