FreeCinema

Follow us

ΟΙ ΑΓΡΙΕΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ (2025)

  • ΕΙΔΟΣ: Νεανικό Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Βασίλης Κεκάτος
  • ΚΑΣΤ: Δάφνη Πατακιά, Νικολάκης Ζεγκίνογλου, Εύα Σαμιώτη, Σταύρος Τσουμάνης, Ναταλία Σουίφτ, Πόπη Σεμερλίογλου, Ιώκο Ιωάννης Κοττίδης, Εμάνουελ Ελοζιεούα, Σοφία Κόκκαλη, Αλέξης Λαναράς, Άννα Μάσχα, Φατία Οτζικούτου, Μιχαήλ Ταμπακάκης, Τόνια Σωτηροπούλου, Βασίλης Μίχας, Σάντυ Χατζηϊωάννου, Πανίνος Δαμιανός, Πολύδωρος Βογιατζής, Βέρα Βασιλάτου, Δημήτρης Καπουράνης, Δώρα Πανουσοπούλου
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 90'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: CINOBO

Μετά από μία μικροκλοπή σε κατάστημα και επιχειρώντας να αποφύγει τις επιπτώσεις, η Χλόη το σκάει από το σπίτι της και κάνει auto-stop με σκοπό να φτάσει στην αδελφή της που ζει στην επαρχία και ν’ αναζητήσει καταφύγιο. Μια ομάδα νέων που γυρίζει την Ελλάδα μ’ ένα τροχόσπιτο επιτελώντας κοινωνικό έργο τη σώζει από απόπειρα βιασμού και την «υιοθετεί», αποκρύπτοντας ένα βασικό κομμάτι των δράσεών της.

Οι «Άγριες Μέρες μας» μας έχουν ακριβώς το ίδιο πρόβλημα με το διαβόητο (λόγω βράβευσης στις Κάννες το 2019) μικρού μήκους φιλμ «The Distance Between Us and the Sky» του Βασίλη Κεκάτου: δεν έχουν αρχή και τέλος. Για τους κανόνες του σινεμά μυθοπλασίας, αυτό αποτελεί μέγα ατόπημα.

Με προβλημάτιζε αυτή η (αρχική) εντύπωση και (τελική) διαπίστωση παρακολουθώντας τούτο το fiction ντεμπούτο το Κεκάτου στη μεγάλη οθόνη, μετά από το πολύ πετυχημένο πέρασμά του στη μικρή, με το (κινηματογραφικότατο ουσιαστικά) «Milky Way» (2023). Εκεί δεν υπήρχε το άνωθεν πρόβλημα. Διότι υπήρχε… περισσότερος χρόνος για ν’ αναπτυχθεί σωστά μια ιστορία και οι χαρακτήρες της, πόσω μάλλον η υπακοή προς τον «πελάτη», το τηλεοπτικό format, το οποίο είναι σαφώς πιο αυστηρό από το «καλλιτεχνικό» σύμπαν του κινηματογράφου (όπως το ορίζει κυρίως η φεστιβαλική «ελευθεριότητα» της παρούσης περιόδου). Χωρίς να μπορώ να πω ότι πέρασα τέλεια, απήλαυσα ή «έζησα» το φιλμ υπό το πλαίσιο μιας ματιάς «φυγής», την επόμενη μέρα το σκεφτόμουν… πιο θετικά!

Οι δουλειές του Κεκάτου έχουν μία ταυτότητα αύρας. Σου μένει ένα κομμάτι αυτής της αύρας στον νου. Γιατί σου «μιλάνε» οι εικόνες της κι ένα αβίαστα απλοϊκό (σαν το απόλυτο τίποτα της εποχής μας) «άγγιγμα» σ’ αυτά τα παιδιά που την εκφράζουν και αναρωτιούνται κάπως άδοξα, για την αρχή της ύπαρξής τους και το τέλος της διαδρομής τους. Υπό αυτή τη συνθήκη, οι «Άγριες Μέρες μας» δεν έχουν ψεγάδια. Απευθύνονται, όμως, και σ’ ένα ευρύτερο κοινό, το οποίο δεν θα καταφέρει να ταυτιστεί με τους ήρωές τους και τη δράση τους.

Αφορμή γι’ αυτό το τελευταίο δεν αποτελεί μονάχα η (μάλλον μη) επαφή με τη… σημερινή νεολαία. Υπάρχει και μία τάση «υπέρβασης» της εθνικότητας στην αφήγηση και την οπτικοποίηση, στο πως ορίζεται η ελληνικότητα (και τούτου) του έργου. Όχι πως περιμένει κανείς να δει… «τσολιαδάκια», αλλά σε μεγάλο ποσοστό το καταστασιακό δεν συνυπάρχει ρεαλιστικά με τον τόπο που γίνεται το «σκηνικό» της ιστορίας. Και αυτό βγάζει τους χαρακτήρες ελαφρώς… εκτός πραγματικότητας. Μια «αφηρημένη» εικαστικότητα και η φαντασία που θέλει να πλάσει κάτι το (forcé) διαφορετικό, μοιραία, γίνεται πια μανιέρα στον κόσμο όπου κινείται ο σκηνοθέτης (πρωτίστως και κατόπιν σεναριογράφος) Κεκάτος, καταλήγοντας να μοιάζει με μια πιο «βρώμικη» όψη διαφημιστικού (του όποιου) προϊόντος.

Προφανές σημείο αναφοράς εδώ, βέβαια, είναι το αριστουργηματικό (και φτυσμένο από την ελληνική διανομή) «American Honey» (2016) της Άντρεα Άρνολντ, που διαχειρίζεται ένα ελαφρώς παρεμφερές crew σ’ ένα road trip παρανομίας, συνειδητοποίησης και βίαιης ενηλικίωσης. Η διαφορά των δύο φιλμ έγκειται στην ενέργεια (που έχουν και μεταδίδουν). Η Άρνολντ στήνει ένα «ναρκοπέδιο» ρυθμού και συναισθημάτων που δεν λογαριάζει ποτέ τα 163 λεπτά της διάρκειάς του και καταφέρνει να οδηγεί και την ηρωίδα του σ’ ένα σημείο καθαρτικής λύτρωσης. Η ηρωίδα του Κεκάτου ποτέ δεν δίνει κάτι παραπάνω από την εντύπωση ενός ανήλικου κοριτσιού που μπούκαρε ξαφνικά μέσα σ’ ένα candy shop και «θόλωσε» η ματιά του. Επιπλέον, η Άρνολντ έχει την αμερικανική σημαία να κυματίζει (και) σημειολογικά πάνω από το έργο, ενώ ο Κεκάτος δεν έχει καμία σημαία…

Θα μπορούσαν οι «Άγριες Μέρες μας» να δώσουν κάτι πιο ολοκληρωμένο εάν κι αυτές διαρκούσαν 163 λεπτά (χρησιμοποιώντας το παράδειγμα της ταινίας της Άρνολντ); Δεν γνωρίζω τι (προφανέστατα) κόπηκε από το μοντάζ, ούτε και με τι μπορεί να έμοιαζε το (αρχικό) σενάριο. Καταλαβαίνω, όμως, πως για τον Κεκάτο αρκεί αυτή η «αιώρηση» ανάμεσα σε τούτη τη γενιά νέων ανθρώπων, τους οποίους σίγουρα αγαπά να παρακολουθεί, να φλερτάρει, να τους ξυπνά έναν ερωτισμό (που τις περισσότερες φορές σταματά στον αυνανισμό, λες και η απειρία τους έχει στερήσει την επιθυμία για το σεξ), να τους ακολουθεί στο κατόπι ενός αδιέξοδου «ταξιδιού». Αισθάνεσαι πως το κάνει τίμια αυτό, μ’ ένα flow ταύτισης, που γίνεται και το «δίχτυ προστασίας» του, όχι απλά ένα «άλλοθι» αποφυγής απέναντι στην (πιθανά) αρνητική κριτική.

Στην τελική, ο Κεκάτος πάντοτε θέλει να «φεύγει» με τις εικόνες του. Αλλά δεν ξέρει (ακόμα) προς τα πού θα τον βγάλουν αυτές, ούτε και αν (θα) μπορούν να πάρουν μαζί τους και τους θεατές, οι οποίοι ίσως μπαίνουν στο σινεμά με μια παραπανίσια ανάγκη, να έχουν έναν προορισμό

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Ένα νεανικό «right here, right now» που δεν προσπαθεί καθόλου να μοιάσει… ελληνικό, δεν καταλήγει κάπου, μα καταφέρνει να σου δώσει την εντύπωση πως νοιάζεται, για μια γενιά έτσι κι αλλιώς χαμένη. Ωραία πρόταση η ιδέα της… μη χρήσης κινητών τηλεφώνων από το gang του τροχόσπιτου, ίσως δώσει αφορμές για challenges που μπορούν να φέρουν ένα κάποιο αποτέλεσμα… διαύγειας και επαφής με τους γύρω ανθρώπους. Στον αληθινό κόσμο.


MORE REVIEWS

ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΑ ΠΛΑΣΜΑΤΑ

Η Ζέφιρ, μία ανεξάρτητη και αυτάρκης νεαρή surfer, θα αιχμαλωτιστεί από έναν μανιακό δολοφόνο που σκοπεύει να την δώσει τροφή στους καρχαρίες. Για να σωθεί, πρέπει να βρει τρόπο να φύγει από το σκάφος του, πράγμα διόλου εύκολο για μια φυλακισμένη και δεμένη με χειροπέδες.

ΝΥΧΤΑ ΑΓΩΝΙΑΣ

Με τη βεβαιότητα της αθωότητάς του, μια ψυχίατρος φυγαδεύει αμνησιακό ασθενή της που κατηγορείται για φόνο και προσπαθεί μέσω της ψυχανάλυσης και της ύπνωσης να τον θεραπεύσει, αλλά και να μάθει τα πιο σοκαριστικά μυστικά τού «σκοτεινού» υποσυνείδητού του.

ΟΙ ΜΠΑΛΚΟΝΑΤΕΣ

Τα έλεγε ο Δάκης: Πάλι απόψε εγώ στο μπαλκόνι θα την βγάλω / Το κορίτσι να δω από το ρετιρέ το άλλο / Τη φλερτάρω καιρό κι όμως κάνει πως δε βλέπει / Είναι φλερτ πονηρό και το παίζει καθώς πρέπει / Τσάι με λεμόνι στο μπαλκόνι / Και η αγωνία μου φουντώνει / Ποτέ θα βρεθούμε οι δυο μας μόνοι…

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΑΖΝΑΒΟΥΡ

Η ζωή του Σαρλ Αζναβούρ, από τα παιδικά του χρόνια στην Αρμενία, μέχρι την καθιέρωσή του ως ένας εκ των μεγαλύτερων και πλέον δημοφιλών Γάλλων τραγουδιστών.

Η ΚΑΡΔΙΑ ΕΝΟΣ ΤΖΟΓΑΔΟΡΟΥ

Νιόπαντρο ζεύγος ετοιμάζεται να ζήσει το καλιφορνέζικο όνειρο της δεκαετίας του ‘50, όμως, η άφιξη του αδελφού του γαμπρού ξυπνά μπερδεμένα πάθη, ερωτικά και… τζογαδόρικα.