ΜΙΑ ΜΑΧΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΛΛΗ (2025)
(ONE BATTLE AFTER ANOTHER)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματική Περιπέτεια
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Πολ Τόμας Άντερσον
- ΚΑΣΤ: Λεονάρντο Ντι Κάπριο, Σον Πεν, Μπενίσιο Ντελ Τόρο, Ρετζίνα Χολ, Τεϊάνα Τέιλορ, Τσέις Ινφίνιτι, Έρικ Σουέιγκ, Τόνι Γκόλντουιν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 161'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER
Τα μέλη τρομοκρατικής οργάνωσης που δρα στις ΗΠΑ εντοπίζονται από το FBI και τον αμερικανικό στρατό, εξανεμίζονται ή εξολοθρεύονται, και δεκαέξι χρόνια αργότερα η υπόθεση αναθερμαίνεται εξαιτίας της αναζήτησης της κόρης μίας από αυτά. Η Γουίλα, όμως, δεν έχει ιδέα για το παρελθόν των γονιών της.
Η έναρξη της ταινίας (επίθεση τρομοκρατικής οργάνωσης σε σταθμό κράτησης λαθρομεταναστών από το Μεξικό) έχει έναν εκρηκτικό δυναμισμό και τόση πολιτική τόλμη για την κατάσταση στην Αμερική (και όχι μόνο) του σήμερα που… «δεν υπάρχει»! Σηκώνει επιτόπου τον πήχη… «στον Θεό» και σε κάνει ν’ αποζητάς μία ανάλογη συνέχεια (και) για την υπόλοιπη διάρκεια του «Μια Μάχη Μετά την Άλλη». Αλλά… Πολ Τόμας Άντερσον είναι αυτός. Μεγαλειώδης, ευφυής, ανοικονόμητος και οριακά… saboteur του εαυτού του, με χιουμοριστική διάθεση αυτοσαρκασμού πάντα, εδώ υπογράφει ένα manifesto οργής που ενώ εστιάζει στο θέμα της επανάστασης, σταδιακά αποπροσανατολίζεται με καθοδηγητή… το μουνί!
«This pussy ain’t for fun. The guns is the fucking fun.»
Η ριζοσπαστική τοποθέτηση της μακράς εισαγωγής, η οποία παρουσιάζει την πληθώρα δράσης της οργάνωσης, ξεγλιστρά από την ελπίδα μίας αναγέννησης της άναρχης ιδεολογίας για τις κοινωνίες του σύγχρονου κόσμου και ορίζει το μουνί ως το απόλυτο όπλο. Γιατί με τα κανονικά όπλα, απλά, «παίζουμε»… for the fun of it! Όπου πυρ και γυνή, λοιπόν. Και κάπου εδώ, ο Άντερσον προσθέτει την καύλα, τον πόθο για σεξ, μία αχόρταγη ενέργεια που βάζει τους πάντες σε μπελάδες και (μάλλον) δεν κάνει καλή παρέα με την επανάσταση.
Ο Μπομπ και η Περφίντια, βασικά μέλη της οργάνωσης, έχουν σχέση, πηδιούνται ασύστολα, εκείνη μένει έγκυος κι ο ερχομός ενός μωρού δυναμιτίζει… τα πάντα! Εκείνος μετατρέπεται σε οικιακή γκουβερνάντα, εκείνη μάχεται στους δρόμους, πιστή στο επαναστατικό της όραμα. Είπαμε, το μουνί είναι το όπλο. Που, όμως, έλκει και την εξουσία! Η Περφίντια στοχοποιείται από συνταγματάρχη του αμερικανικού στρατού που μετατρέπεται σε… submissive «τσουλάκι» για χάρη της, την προστατεύει όταν η οργάνωση εξαρθρώνεται και πιστεύει πως κρατώντας την σε μυστική τοποθεσία ως (και καλά) «αλλαξόπιστη» μάρτυρα επερχόμενης δίκης, μπορεί να την κάνει εντελώς δική του (με παπά και με κουμπάρο, ουχί μόνο σαρκικά!). Όλα αυτά ενώ, πλέον, ο Μπομπ και το μωρό έχουν φυγαδευτεί γι’ άλλα μέρη, αποφεύγοντας τη σύλληψη.
Δεκαέξι χρόνια μετά, ο Μπομπ και η Γουίλα ζουν με πλαστές ταυτότητες σε ασφαλές κρησφύγετο, η Περφίντια (που κατάφερε να το σκάσει, καταστρέφοντας την ονείρωξη του συνταγματάρχη Λόκτζο) αγνοείται και ο τελευταίος συνεχίζει εμμονικά την αναζήτησή τους. Το φιλμ έχει αλλάξει ρότα και ταυτίζεται περισσότερο με… οικογενειακό δράμα που εμπλουτίζεται από ένα σουρεαλιστικό και πολυσύνθετο καταστασιακό, με τον Άντερσον να ριψοκινδυνεύει να οδηγήσει την αφήγησή του σε χάος τύπου «Έμφυτο Ελάττωμα» (2014)! Οι υποπλοκές μπλέκουν… τη σημερινή νεολαία, τους απείθαρχους Μεξικανούς, την καθαρότητα της Άριας φυλής και τις μεθόδους καταστολής στον δυτικό κόσμο (στη σεκάνς όπου «μπαχαλάκηδες» της Αστυνομίας μπουκάρουν σε συγκέντρωση διαμαρτυρίας και πετάνε molotov για να προκαλέσουν εντάσεις, το κοινό πρέπει να σηκώνεται όρθιο στα σινεμά και να χειροκροτά – για το ξεφτιλίκι), προτού προστεθούν και… κάτι καλόγριες!
Συνολικά, το θηλυκό στοιχείο είναι κυρίαρχο μέσα σ’ αυτό το χυμαδιό δράσης, που στο τρίτο και τελευταίο μέρος του έργου συντονίζεται πλήρως με το κλίμα του genre της περιπέτειας, διασώζοντας το «Μια Μάχη Μετά την Άλλη» από τις διάσπαρτες κακοτοπιές της (τεράστιας) διάρκειάς του. «Σανίδα σωτηρίας» εδώ είναι… ο Στίβεν Σπίλμπεργκ (ο οποίος ύμνησε το φιλμ δημοσίως, για προφανείς λόγους)! Η ταινία, πια, υιοθετεί τα σπιλμπεργκικά αρχέτυπα, σαν ωδή στο «Duel» (1971) πρωτίστως, με ολίγη από «The Sugarland Express» (1974), δίνοντας την ευκαιρία στον θεατή ν’ απολαύσει θέαμα, ανατροπές, σασπένς και κυνικό χιούμορ που λυτρώνει όλη αυτή τη φιλμική απόπειρα.
Η ίδια η ζωή, είτε επαναστατώντας είτε… ωριμάζοντας (οικογενειακά), είναι για τον Άντερσον μια συνεχόμενη και άνιση μάχη, με τον εαυτό σου, το φύλο σου, τον ρόλο σου, τις αντιστάσεις σου απέναντι στην κοινωνία και τη διατήρηση της ψυχραιμίας σου (και των λογικών σου) απέναντι στη μάχη της επιβίωσης. Στη μάχη σου με την καθημερινότητα. Που πολλές φορές, απάλευτα, σου φέρνει στον νου και θες να ξεστομίσεις την ατάκα… «το μουνί που σε πέταξε»! Για να ξεθυμάνεις. Και να μην πάρεις τα όπλα…
