ΟΧΘΕΣ (2015)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Πάνος Καρκανεβάτος
- ΚΑΣΤ: Ανδρέας Κωνσταντίνου, Έλενα Μαυρίδου, Λεβέντ Ουζουμτζού, Γιάννης Καλατζόπουλος
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 96’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Ψιλοαλαφροΐσκιωτο, χωρίς οικογένεια και προς απόλυση φανταράκι γίνεται γκάου ατραξιόν διμοιρίας εθελοντών ναρκαλιευτών στον Έβρο, ψυχανεμιζόμενο (και παίζοντας με) τον θάνατο σε αχαρτογράφητα παγιδευμένους αγρούς. Τη νύχτα συνεργάτιδα Τούρκων λαθρεμπόρων προσφύγων στο ποτάμι και το πρωί στη λαϊκή θα γνωρίσει και απ’ την ανέσπερη ζωή της θα διεκδικήσει. Όταν αυτή τον ακολουθήσει, ο – πατέρας του μωρού της – chief τής σπείρας θα… σκάσει να την εμποδίσει. Στην απόξω ψάχνεται πιτσιρίκος διασωθείς από πνίξιμο αλλά ορφανεμένος στο πέρασμα, με βαλτή ντρόγκα στον σάκο του. Τις όχθες για το αύριο ποιος τους αβρόχοις ποσί θα διασχίσει;
Όχι ο Πάνος Καρκανεβάτος, πάντως. Που πατάει ως συνήθως σε δύο βάρκες: της με καλλιτεχνική πνοή ιδεο-ποίησης (της αγάπης που σώζει με τίμημα), και της σκληρής γαιώδους πραγματικότητας (της περιφέρειας των ελλείψεων και του μεταναστευτικού κοντραμπάντου). Και, με σταθερές προβληματικές – κουπιά τα αποκεντρωμένα σύνορα που χωρίζουν κι ενώνουν κόσμους (φυσικούς και μεταφορικούς), το παλεμένο απ’ το εγώ και τον Άλλον ταξίδι της ταυτότητας προς μια άλλη ζωή, τα δεσμά των δεσμών (αίματος και καρδιάς) που φυλακίζουν ή ελευθερώνουν και τη νομοτέλεια των άνομων σφαλμάτων & μυστικών, βουλιάζει αθέλητα στο «Χώμα και Νερό» που βαλτώνει το τέταρτο μυθοπλαστικό του «Μεταίχμιο».
Πώς μπορεί ένα crime αντιξοοτήτων, υπαιθρικό, λαϊκό love s(t)o(r)ry αλληλοεπούλωσης σε χακί και υποκόσμου διάκοσμο, που μαζεύει τα κομμάτια του στη no man’s land μεταξύ των «Ευδοκία» κι «Απ’ το Χιόνι» με κάτι από Χόλντεν Κόλφιλντ (!) να στεριώσει; Σίγουρα όχι όταν, επίσης, πρώιμα τα σύντομα συνδετικά κάδρα… νεκρής (σόρι, δεν μπορούσα να αντισταθώ) φύσης Βόρειας Ελλάδας ξεχειλώνουν την αφήγηση εκεί που αυτή θα ‘πρεπε να δένεται προς άγραν έντασης. Όταν, στην πορεία, γενικά πλάνα με φρασαρίσματα «σημασίας» (το) παίζουν «Μεθοριακός Σταθμός» στο πιο arthouse και με έγνοια για το ημεδαπό σκλαβοπάζαρο του τράνζιτου. Όταν οι traffickers που μιλούν φωναχτά στο ξέφωτο μετά την τραγική διέλευση (η οποία… μοιραία, και για την ταινία, μένει στο σκοτάδι ενώ έχουμε γίνει μάρτυρες της προετοιμασίας της στην Πόλη) ή η λεγάμενη που βγαίνει εν πολλοίς στεγνή από το νερό αφήνουν θύματα στον θα ‘θελε ρεαλισμό εξιστόρησης. Όταν προβάλλει στον ορίζοντα ενδιαφέρουσα αλλά υπανάπτυκτη και αβαρώς sotto voce η survivor υποπλοκή τού μεσανατολίτη αγορίνα φυγά, προσώπου – δικαιολογίας της flat καταδίωξης του ζεύγους (πάρ’ τους επιτέλους ενωμένους και σ’ ένα χαμάμ) από τους μαφιόζους και του ό,τι τελεσίδικο για όλους τους εμπλεκόμενους ακολουθεί.
Όταν, τέλος, κάνει τον σχετικό κρότο της κι η αστοχία έμψυχου υλικού διανομής ριψοκίνδυνου, στην περίπτωση της διανομής τού φιλότιμου Κωνσταντίνου και της για άλλα πεδία Μαυρίδου, ή ακατάλληλου, στην περίπτωση του ντιλετάντη (το θέτω κομψά) υπαξιωματικού που «σκοτώνει» μ’ εκείνο το ορθόφωνο «μάνdης». Η Δύναμη FRONTEX κάνει την εμφάνισή της αραιά. Στην εκπέμπουσα (ανέχεια, ενοχή, εγκλεισμό, απόγνωση) λιτά θωριά του λιγομίλητου πατέρα της ηρωίδας. Σε κάποιες πυροτεχνουργικά λυρικές ατάκες (ο συνσεναρίστας μπεστσελερίστας Ισίδωρος Ζουργός πρέπει να ευθύνεται για εκείνο το «Υπάρχουν άνεμοι που τα στραβά δέντρα τα ισιώνουν…») και στην έξοχα στημένη και εκρηγνυόμενη, επιτέλους, ολόκληρη σκηνή της ξέμπαρκης μαυρούλας και της εμπλοκής τού… «The Hurt Locker» μας. Δεν καθαρίζουν, ωστόσο, αυτές οι «Όχθες». Όχι ότι σκορπίζουν τον όλεθρο, αλλά για πάρτη τους μη χάσεις τίποτα ζωτικό…