OH, CANADA (2024)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Πολ Σρέιντερ
- ΚΑΣΤ: Ρίτσαρντ Γκιρ, Ούμα Θέρμαν, Μάικλ Ιμπεριόλι, Τζέικομπ Ελόρντι, Βικτόρια Χιλ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 91'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ
Βετεράνος σκηνοθέτης, ο οποίος βρίσκεται στα τελευταία του εξαιτίας ανίατης ασθένειας, καλείται να δώσει μία ύστατη, εξομολογητικού τύπου συνέντευξη για την καριέρα του, μα κυρίως για τη ζωή του.
Ο κινηματογράφος του Πολ Σρέιντερ ήταν πάντα προσανατολισμένος προς το θέμα της λύτρωσης. Είτε ως σκηνοθέτης, είτε ως σεναριογράφος, ο Αμερικανός auteur έμοιαζε πάντα ταγμένος να συστήνει στη μεγάλη οθόνη μια σειρά από ανθρώπινα ναυάγια, τα οποία βασανίζονται, είτε από τις προηγούμενες πράξεις τους, είτε από τις τρέχουσες αποτυχίες τους. Η συνθήκη αυτή έχει χαρακτηρίσει την πλειονότητα των ταινιών που φέρουν την υπογραφή του (οποιαδήποτε ιδιότητα κι αν κρατούσε σ’ αυτές), στις δε τρεις τελευταίες του («Ακρότητες», «Μετρητής Καρτών», «Master Gardener»), τούτο συνέβαινε σε ολοκληρωτικό βαθμό.
Το «Oh, Canada» δεν αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα: ο ήρωας του φιλμ, ο ντοκιμαντερίστας Λέοναρντ Φάιφ (φανταστικό πρόσωπο), καθώς πλησιάζει στο τέλος της ζωής του, δέχεται να παραχωρήσει μία συνέντευξη όπου (θεωρητικά) πρόκειται να σκιαγραφήσει την καριέρα του, συνδυάζοντας υστεροφημία με παρακαταθήκη. Αντί, όμως, να περιγράψει τους σταθμούς εκείνους που τον έκαναν να αξίζει μιας τέτοιας τιμητικής αντιμετώπισης, χρησιμοποιεί τη συνέντευξη προκειμένου να προβεί σε μία ειλικρινή εξομολόγηση για τα δύσκολα και ταραγμένα χρόνια της νεανικής του ηλικίας. Ο άνθρωπος που (σύμφωνα με το στόρι) έχει επανειλημμένα αποκαλύψει επαίσχυντα μυστικά της αμερικανικής Κυβέρνησης (μέσω του ντοκιμαντερίστικου έργου του), αναλώνεται σε μία εξομολογητικού τύπου εξιστόρηση των δικών του (οικογενειακών) μυστικών και ψεμάτων. Το κακό είναι πως αυτά ελάχιστο ενδιαφέρον έχουν.
Διασκευάζοντας για δεύτερη φορά στην καριέρα του ένα μυθιστόρημα του (μακαρίτη πλέον) φίλου του Ράσελ Μπανκς (η πρώτη συνέβη με το «Affliction» του 1997), ο Σρέιντερ καταπιάνεται με το θέμα του επικείμενου θανάτου και των ξεθωριασμένων αναμνήσεων. Έχοντας περάσει ο ίδιος μια σημαντική περιπέτεια υγείας κατά την περίοδο της πανδημίας και βλέποντας συνομήλικους φίλους και γνωστούς του να αναχωρούν για τον «άλλο κόσμο», ο Σρέιντερ φαίνεται σαν να θέλει μέσω του (alter ego του;) κεντρικού ήρωα να ξορκίσει τον διόλου αδικαιολόγητο φόβο του «τέλους» που κάποιος μπορεί να νιώθει καθώς τα χρόνια αρχίζουν να βαραίνουν σημαντικά στην πλάτη του.
Με συνεχή flashback και μια σειρά από αμφιλεγόμενες επιλογές σε casting (η αναντιστοιχία ανάμεσα στη νεαρή version του Τζέικομπ Ελόρντι και της ηλικιωμένης του Ρίτσαρντ Γκιρ βγάζει μάτι), φωτογραφία (πότε έγχρωμη, πότε ασπρόμαυρη, άνευ πρακτικού λόγου), καθώς και format (σε παρόν και παρελθόν), ο Σρέιντερ χάνεται σε μια δίνη κατακερματισμένων γεγονότων τα οποία επιχειρούν να εξηγήσουν (βασικά) για ποιο λόγο ο Φάιφ εγκατέλειψε την προοπτική μιας ευκατάστατης ζωής στην Αμερική, προκειμένου να ζήσει στην αβεβαιότητα του Καναδά. Σε κάποιο σημείο ξεπροβάλλει ως αιτία η αποφυγή της στράτευσης και της «λαιμητόμου» του Βιετνάμ, όμως, τούτο ελάχιστα αφορά την πλοκή. Το γεγονός ότι ο Λέοναρντ δεν είναι και ο πλέον αξιόπιστος αφηγητής (είτε λόγω της κατάστασης της υγείας του, είτε λόγω χαρακτήρα), καθιστά τα όσα εξομολογείται σε κομμάτια ενός puzzle, που δύσκολα μπορεί κάποιος να αντιληφθεί τον λόγο για τον οποίο αξίζει να ενωθούν. Η αμερικανική αντικουλτούρα του ’60 και το σπάσιμο του καλουπιού από έναν νεαρό ο οποίος μοιάζει έτοιμος να ενταχθεί στο σύστημα, διαθέτει μία λανθάνουσα επαναστατικότητα ταιριαστή με την ελευθεριότητα της εποχής, όμως, δεν χρειάζεται να αναφέρω πόσες φορές έχει καταθέσει αντίστοιχες απόψεις στο παρελθόν ο Σρέιντερ και πόσο καλύτερα το έχει κάνει.
Δεδομένου ότι μέρη της ιστορίας του πρωταγωνιστή ταιριάζουν με την πορεία της ζωής του μυθιστοριογράφου, βάζουν τον θεατή στον πειρασμό να καθρεφτίζει στις φλυαρίες του γηραιού Φάιφ τόσο τον συγγραφέα του αρχικού μυθιστορήματος, όσο και τον σκηνοθέτη που το διασκεύασε. Το συναισθηματικό χάος που δημιούργησαν οι αποφάσεις του Φάιφ σε άπαντες γύρω του αναζητά την (αιώνια) λύτρωση, η οποία ενδεχομένως να λειτουργεί στο χαρτί, εν τούτοις, στο πανί παίρνει τη μορφή ενός αόρατου «κύκλου» συνείδησης που μοιάζει να χάνεται στα μπρος πίσω στον χρόνο και στις παράξενες επιλογές της διανομής διαφορετικών ρόλων στους ίδιους ηθοποιούς. Η όλη εξομολόγηση αποκτά κατά διαστήματα χαρακτήρα άσκησης ύφους, συνθήκη που είμαι βέβαιος πως ουδείς… μελλοθάνατος θα επέλεγε. Όσα παιχνίδια κι αν του έπαιζε το μυαλό του, όσο κι αν η μνήμη του είχε θολώσει υπό το βάρος των πολλών ετών.